Οι μελέτες τον Robert Putnam
όσο πιο έθνοτικά διαφοροποιημένη είναι μία κοινότητα, τόσο μικρότερη εμπιστοσύνη δείχνουν τά μέλη της τό ένα στό άλλο, από τους γείτονες τους μέχρι τους κρατικούς αξιωματούχους. Μάλιστα αυτή ή αρνητική επίπτωση της διαφορετικότητας συμφωνά μέ τόν Putnam «είναι χειρότερη από ότι φανταζόμασταν. Και δεν είναι μόνο ότι δεν εμπιστευόμαστε ανθρώπους πού δεν μας μοιάζουν. Στις έθνοτικά διαφοροποιημένες κοινότητες, δεν εμπιστευόμαστε [ακόμα και] ανθρώπους πού μας μοιάζουν».
Ο Ρόμπερτ Πάτναμ
Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ό καθηγητής Putnam «Δεν εμπιστεύονται τόν τοπικό δήμαρχο, δέν εμπιστεύονται την τοπική, εφημερίδα, δεν εμπιστεύονται τους άλλους ανθρώπους καί δέν εμπιστεύονται τους θεσμούς» .
Ενδεικτικό του γεγονότος ότι τό ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας και της «διαφορετικότητας» είναι μόνο θεωρητικά κατασκευάσματα, τά όποια στην πράξη δεν έχουν εφαρμοσθεί επιτυχώς ποτέ και πουθενά αποτελεί τό εκδοτικό σημείωμα των Financial Times, οί όποιοι παραδέχονται ότι τά ευρήματα της έρευνας του καθηγητή Putnam «καταδεικνύουν την ανάγκη, γιά συζήτηση περί του πώς μπορούν νά επιτύχουν οί έθνοτικά διαφοροποιημένες κοινωνίες».
Ακόμα - μετά από 50 χρόνια
- δηλαδή δεν είναι γνωστό πώς μία έθνοτικά διαφοροποιημένη κοινωνία μπορεί νά λειτουργήσει εύρυθμα καί μέ συνοχή καί θά πρέπει νά γίνει...συζήτηση έπί του θέματος!
Η προαναφερθείσα μελέτη του καθηγητου Putnam είναι η μεγαλύτερη μελέτη περί του κοινωνικου κεφαλαίου στίς ΗΠΑ, διήρκεσε πέντε έτη καί δείχνει οτι υπάρχει μία αρνητική σχέση μεταξύ της έθνοτικής διαφορετικότητας καί του κοινωνικού κεφαλαίου.
Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι ή έθνοτική διαφορετικότητα μίας περιοχής τόσο μειώνεται ή εμπιστοσύνη μεταξύ των κατοίκων της ανεξαρτήτως της εθνικότητας τους.
Μάλιστα, συμφωνά μέ τά ευρήματα αυτής της μελέτης, ή διαφορετικότητα μειώνει τό κοινωνικό κεφάλαιο όχι μόνο μεταξύ τών έθνοτικών ομάδων αλλά καί μεταξύ των μελών της κάθε έθνοτικής ομάδας.
Ή κατάσταση αυτή κατόπιν έχει πολλές αρνητικές συνέπειες στό κοινωνικό κεφάλαιο καί στην "κοινωνική συμμετοχή όπως τήν μειωμένη εμπιστοσύνη στην τοπική αυτοδιοίκηση καί στά ΜΜΕ, στην αποχή από τίς εκλογές, στην μή συμμετοχή στον εθελοντισμό, σέ μικρότερο αριθμό στενών φίλων, χαμηλότερο βαθμό ευτυχίας καί αντίληψης ποιότητας ζωής καί περισσότερη παρακολούθηση τηλεόρασης."
Μάλιστα, τά ευρήματα του καθηγητή Putnam είναι δύσκολο νά άντικρουσθούν καθώς ό ίδιος καί οί συνεργάτες του, προκειμένου νά απομονώσουν καί νά εντοπίσουν τις συνέπειες της έθνοτικής διαφορετικότητας έλαβαν υπ' όψιν τους εναν ευρύ κατάλογο άλλων παραγόντων, όπως ή ανισότητα, ή φτώχεια, ή εκπαίδευση καί ή οικιστική κινητικότητα.
Κατά τόν Putnam καί τους συνεργάτες του, ή διαφορετικότητα προκαλεί ανομία καί κοινωνική απομόνωση επηρεάζοντας γυναίκες καί άνδρες στον ίδιο βαθμό, επηρεάζοντας εξίσου ανθρώπους κάθε ηλικίας, επηρεάζοντας τους συντηρητικούς σε μεγαλύτερο βαθμό άπ' οτι τους πολιτικά φιλελευθέρους (αλλά καί οι τελευταίοι επηρεάζονται και αυτοί σέ σημαντικό βαθμό), επηρεάζοντας τους λευκούς πολυ περισσότερο απ' ότι τους μη λευκούς (αλλά οι αρνητικές επιπτώσεις της διαφορετικότητας είναι ορατές επίσης στους μη λευκούς).
Τά ευρήματα καί τά συμπεράσματα των μελετών του Putnam συμφωνούν με τά αντίστοιχα συμπεράσματα μελετών γιά τόν Καναδά. Όπως τονίζουν οι Reitz καί Banerjee του Πανεπιστημίου του Τορόντο «η έθνοφυλετική διαφορετικότητα μπορεί νά επηρεάσει δυσμενώς τήν συνεκτικότητα μίας κοινωνίας με δυό τρόπους. Όταν ή διαφορετικότητα οδηγεί στην ανισότητα, μπορεί να υπονομεύσει τήν αίσθηση της δικαιοσύνης καί του άνήκειν μεταξύ ατόμων καί ομάδων. Ή φυλετική διαφορετικότητα μπορεί επίσης νά αποδυναμώσει τό αίσθημα περί κοινότητας, των δεσμεύσεων καί των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ατόμων καί ομάδων, επηρεάζοντας με αυτόν τόν τρόπο την ικανότητα τους νά συνεργασθούν γιά την επίτευξη κοινών στόχων. Κάθε διάσταση είναι σημαντική από μόνη της, καί μπορούν νά έχουν μία συνδυασμένη επίπτωση στην κοινωνική συνοχή». Μάλιστα, όπως τονίζουν οί Reitz καί Banerjee «τά στοιχεία δείχνουν οτι η οικονομική ενσωμάτωση δεν εγγυάται την κοινωνική ενσωμάτωση, παρ' όλο πού μπορεί νά συνεισφέρει σέ αυτήν».
Επομένως, είναι εντελώς αντίθετη της πραγματικότητας ή άποψη του υπουργού Εσωτερικών Προκοπή Παυλόπουλου ότι «ή πολιτισμική διαφορετικότητα... συνιστά καί παράγοντα πολιτισμικής καί κοινωνικής προόδου... Άλλα καί, περαιτέρω, ή ενίσχυση τής διαφορετικότητας, όχι μόνο δέν πλήττει, άλλα, αντίθετα, ενισχύει καί θέτει υγιείς βάσεις γιά τήν κοινωνική συνοχή, δεδομένου ότι προωθεί τήν ομαλή ένταξη τών πληθυσμιακών ομάδων με ιδιαιτερότητες στην κοινωνία, συμβάλλοντας, έτσι, στην τόνωση του κοινωνικού ιστού».
«Ή μεγαλύτερη αδυναμία ενός ηγέτη μπορεί νά εκφραστεί με δύο λέξεις: ευσεβείς πόθοι». Καί δυστυχώς αυτοί οι ευσεβείς πόθοι αποτελούν υποκατάστατο πολιτικής τόσο γιά την ελληνική όσο καί γιά τήν ευρωπαϊκή πολιτική, ακαδημαϊκή καί δημοσιογραφική ελίτ, παρά τό γεγονός ότι δεν επιβεβαιώνονται από τά γεγονότα. Τό αντίθετο μάλιστα.
Ή μελέτη του Laszlo Thomay
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Thomay, Ὁ φυσικός νόμος των φυλετικών σχέσεων῾.
Μάλιστα, είχαμε κάνει αναφορά στην μελέτη του Laszlo Thomay, ό όποιος κατόπιν παρατηρήσεως της εξελίξεως των φυλετικών σχέσεων σέ δεκαέξι χώρες σέ διάφορες Ηπείρους (π.χ. Νότια Αφρική, ΗΠΑ, Βέλγιο, Νιγηρία, Καναδάς, Γιουγκοσλαβία, Ελ βετία) κατέληξε στην διατύπωση ενός «Φυσικού Νόμου» τών φυλετικων σχέσεων. Κατά τόν Thomay, ό νόμος αυτός έχει ως έξης:
«Άνθρωποι διαφορετικών φυλών, εθνικοτήτων, γλωσσών ή πολιτισμών δέν μπορούν νά ζήσουν ειρηνικά καί αρμονικά εντός τών ορίων του ιδίου κράτους αν η μειονότητα υπερβεί ενα συγκεκριμένο ποσοστό τον συνολικού πληθυσμού. Εξαιρέσεις μπορεί νά συμβούν λόγω μείωσης του ουσιαστικού μεγέθους της μειονότητας, όταν ή μειονότητα ζει σέ μία γεωγραφικώς χωριστή περιοχή υπό πλήρη αυτονομία, καί/ή ή μειονότητα είναι διατεθειμένη, καί μπορεί νά απορροφηθεί άπό τήν πλειονότητα, καί/ή ή μειονότητα είναι πολύ μικρή καί αποφεύγει κάθε δράση πού θεωρείται προκλητική άπό τήν πλειονότητα».
Μάλιστα, ό Thomay υπολογίζει ότι αναλόγως τών έπικρατουσών συνθηκών σέ κάθε περίπτωση τό μέγιστο μέγεθος μίας μειονότητας, τό όποιο αν ξεπεραστεί θά οδηγήσει σέ φυλετικές εντάσεις καί προστριβές, κυμαίνεται άπό 1% έως 5% του συνολικού πληθυσμού.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ό Thomay «Άνθρωποι μπορεί νά γίνονται δεκτοί σε μία άλλη χώρα, ακόμα καί νά ενθαρρύνονται νά μεταναστεύσουν, αλλά είναι θέμα της χώρας υποδοχής νά ορίσει ποιοι, πόσοι καί υπό ποιες συνθήκες θά γίνουν δεκτοί». Γι' αυτό καί ό Thomay υποστηρίζει ότι «μετανάστες θά πρέπει νά γίνονται δεκτοί μόνον εάν ό φιλοξενών πληθυσμός τους επιθυμεί καί αν είναι διατεθειμένοι καί μπορούν νά ενσωματωθούν στον φιλοξενούν τα πληθυσμό. Καί εδώ είναι τό πρόβλημα: ενώ κάποιοι μετανάστες μπορεί νά είναι εντελώς πρόθυμοι νά απορροφηθούν, αν όχι αμέσως τότε σέ δυό η τρεις γενιές, μπορεί νά μην μπορούν νά τό επιτύχουν λόγω της ορατότητας τους [φυλετική, πολιτισμική καί γλωσσική διαφορετικότητα]».
Δηλαδή δεν αρκεί μόνο νά είναι οι μετανάστες διατεθειμένοι νά ενσωματωθούν αλλά καί νά μπορούν νά τό επιτύχουν με τό νά μην διαφέρουν σημαντικά καί νά μην διακρίνονται εύκολα άπό τά μέλη του φιλοξενούντος πληθυσμού.
Κατά τόν Thomay, προκειμένου νά υπάρχει φυλετική αρμονία καί ειρήνη, θά πρέπει νά εμποδίζεται ή δημιουργία νέων μειονοτήτων, οι όποιες δέν μπορούν νά ταιριάξουν στον ιστό της νέας χώρας φιλοξενίας. Ακόμα καί αν έρχονται ώς μετανάστες άτομα φυλετικώς ή πολιτισμικώς συγγενή, ή κυβέρνηση της χώρας προορισμού, μέ πολλή προσοχή, πρέπει νά θέσει αριθμητικά όρια στην εισοδό τους, ώστε νά μήν προκληθεί ή εντύπωση πλημμυράς μεταναστών.
Όταν οι εισερχόμενοι μετανάστες προέρχονται άπό χώρες μέ εντελώς διαφορετικό πολιτισμό ή είναι εντελώς διαφορετικής φυλής, τότε θά πρέπει νά γίνονται δεκτοί πολύ λίγοι εξ' αυτών. Στην περίπτωση αυτή ό Thomay θεωρεί ότι, προτού επιτραπεί ή περαιτέρω εισδοχή μεταναστών, πρωταρχική έννοια θά πρέπει νά είναι νά έχει επιτευχθεί ή πλήρης ενσωμάτωση τών ήδη εγκατεστημένων μεταναστών καί οι παλιές προκαταλήψεις νά έχουν εκλείψει ή τουλάχιστον νά έχουν μειωθεί σημαντικά.
Μία μειονότητα προκειμένου, κατά τόν Thomay, νά συμβιώσει μέ τήν πλειονότητα, όσο τό δυνατόν αρμονικότερα θά πρέπει νά μειώσει τίς διαφορές της άπό τήν πλειονότητα.
Αυτό γιά νά τό πετύχει θά πρέπει α) νά μάθει τήν γλώσσα της πλειονότητας τόσο καλά όσο τήν μητρική της, β) νά δείχνει σεβασμό καί κατανόηση γιά τίς πολιτισμικές αξίες της πλειονότητας καί γ) νά μήν προσπαθήσει νά έπιβάλλει τίς προτιμήσεις της στην πλειονότητα.
Μάλιστα, όπως τονίζει ό Thomay «oi πιθανότητες μίας νέας μειονότητας νά απορροφηθεί μειώνονται σημαντικά αν η μειονότητα διαμορφώνεται μέσω μετανάστευσης σε άλλη χώρα μέ πολύ μεγάλους αριθμούς, απότομα, μέσα σέ μικρή χρονική περίοδο». Ή περιγραφή αυτή ταιριάζει απόλυτα μέ την περίπτωση της εισροής Αλβανών αλλά καί μουσουλμάνων μεταναστών στην Ελλάδα από τό 1990 καί μετά.
Ή μελέτη τον Tatu Vanhanen
Ο Tatu Vanhanen
Ή μελέτη του Vanhanen κάλυψε 148 σύγχρονα κράτη μέ πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου κατά τήν περίοδο 1990-1996 καί τό κεντρικό της επιχείρημα ήταν ότι ενα σημαντικό τμήμα της οικουμενικότητας των έθνοτικων συγκρούσεων μπορεί νά εξηγηθεί από την έξελιχθείσα προδιάθεση των ανθρώ πων προς την έθνοτική οίκογενειοκρατία (ethnic nepotism), ή οποία θεωρείται ώς μία προέκταση της οίκογενειοκρατίας...
Τά μέλη μίας εθνοτικής ομάδας τείνουν νά δείχνουν προτίμηση προς τά μέλη της ομάδας τους σέ σύγκριση μέ τά μη μέλη γιατί σχετίζονται πιό στενά με τά μέλη της ομάδας τους παρά μέ τους ξένους. Αύτη η διάθεση νά δείχνεται προτίμηση προς τους συγγενείς σέ σύγκριση μέ τους μη συγγενείς αποκτά σημασία στην κοινωνική ζωή καί στην πολιτική, όταν άνθρωποι καί ομάδες ανθρώπων πρέπει νά ανταγωνιστούν γιά περιορισμένους πόρους».
Σύμφωνα μέ τόν Vanhanen «oi συγκρούσεις συμφερόντων με ταξύ έθνοτικων ομάδων είναι αναπόφευκτες γιατί οι έθνοτικές όμάδες είναι ομάδες γενετικής συγγένειας καί γιατί ό αγώνας της ύπαρξης άφορα τήν επιβίωση των γονιδίων μας μέσω των απογόνων μας καί αυτών τών συγγενών μας. Γι' αυτό ήταν λογικό νά συμμαχούν οι συγγενείς σέ πολιτικούς καί άλλους αγώνες γιά περιορισμένους πόρους καί γιά επιβίωση. Ή συμπεριφορική μας προδιάθεση προς τήν έθνοτική οίκογενειοκρατία εξελίχθηκε από τόν αγώνα γιά την ύπαρξη γιατί ήταν λογική και χρήσιμη. Είναι εύλογο νά υποθέσουμε ότι τήν έθνοτική οίκογενειοκρατία την συμμερίζονται εξ' ίσου καί όλοι οι ανθρώπινοι πληθυσμοί».
Τό θεωρητικό αυτό επιχείρημα του Vanhanen αποκρυσταλλώθηκε σε τρεις βασικές υποθέσεις στις όποιες απάντησε ή ερευνά του:
1) σημαντικές έθνοτικές διαιρέσεις τείνουν νά οδηγήσουν σέ συγκρούσεις έθνοτικών συμφερόντων σέ όλες τίς κοινωνίες,
2) όσο πιό έθνοτικά διαιρεμένη είναι μία κοινωνία, τόσο οι πολιτικές καί άλλες συγκρούσεις συμφερόντων τείνουν νά διαχέονται μέ βάση τίς έθνοτικές διαιρέσεις, και
3) πολιτικοί θεσμοί, που βασίζονται στίς αρχές της ισόρροπης αμοιβαιότητας θά είναι περισσότερο προσαρμοσμένοι στό νά αμβλύνουν έθνοτικές συγκρούσεις σέ σύγκριση μέ θεσμούς προκατειλημμένους νά δείχνουν προτίμηση σέ κάποιους καί νά κάνουν διακρίσεις σέ βάρος κάποιων άλλων έθνοτικών ομάδων.
Άπό την έρευνα του Vanhanen εξήχθη οτι - αναφορικά με την πρώτη υπόθεση - «έθνοτικές συγκρούσεις έχουν προκύψει σχεδόν σε όλες τις έθνοτικά διαιρεμένες κοινωνίες, πράγμα πού υπονοεί ότι πρόκειται γιά ένα οικουμενικό ανθρώπινο φαινόμενο. Παντού στις έθνοτικά διαιρεμένες κοινωνίες οι άνθρωποι πού άνηκαν στην ίδια έθνοτικη ομάδα έτειναν νά ευθυγραμμίζονται μέ τους συγγενείς τους στίς συγκρούσεις κοινωνικού καί πολιτικού συμφέροντος...
'Έφθασα στό συμπέρασμα ότι ή έθνοτικη οικογενειοκρατία παρέχει την υπέρτατη εξελικτική εξήγηση γιά τήν οικουμενικότητα των έθνοτικών συγκρούσεων. Είναι δύσκολο νά φανταστούμε κάποια πολιτισμική εξήγηση γιά τήν εμφάνιση έθνοτικών συγκρούσεων σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες».
Αναφορικά με τήν δεύτερη υπόθεση οτι ό βαθμός έθνοτικών συγκρούσεων εξαρτάται άπό τόν βαθμό έθνοτικής ανομοιογένειας «τά αποτελέσματα της ανάλυσης τών συσχετίσεων δείχνουν οτι ό βαθμός έθνοτικής έτερογένειας [ή ύπαρξη φυλετικών, έθνοτικών, γλωσσικών, θρησκευτικών διαφορών] εξηγούσε στατιστικά τό 53% της μεταβολής του βαθμού τών έθνοτικών συγκρούσεων στην ομάδα σύγκρισης τών 148 χωρών τήν περίοδο 1990-1996. Στην μεγαλύτερη ομάδα σύγκρισης τών 183 χωρών, ή οποία περιλάμβανε επίσης 35 χώρες με λιγότερο άπό ένα εκατομμύριο κατοίκους, τό έπεξηγούμενο τμήμα τής μεταβολής τών έθνοτικών συγκρούσεων ήταν 55%. Τό τμήμα τής έπεξηγούμενης μεταβολής είναι πολύ υψηλό. Τά αποτελέσματα αυτά συνεπάγονται ότι ή έθνοτική οίκογενειοκρατία όχι μόνο οδηγεί στην ανάδυση έθνοτικών συγκρούσεων άλλα επίσης εξηγεί ενα σημαντικό τμήμα τής μεταβολής στον βαθμό τών έθνοτικών συγκρούσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι ή τάση τής συσχέτισης είναι ή ίδια καί στίς τέσσερις υποομάδες τών Ηπείρων, παρ' όλο πού ή Ισχύς τής συσχέτισης ποικίλλει. Ή περιφερειακή σταθερότητα τών συσχετίσεων υποστηρίζει τήν υπόθεση περί οικουμενικότητας αυτής τής σχέσεως. Τό ερώτημα δεν άφορα κάποιο γεωγραφικά ή πολιτισμικά περιορισμένο φαινόμενο. Στίς έθνοτικές συγκρούσεις, οι άνθρωποι φαίνεται νά ακολουθούν μία παρόμοια τάση συμπεριφοράς σέ όλα τά υπάρχοντα πολιτισμικά καί πολιτιστικά όρια καί όρια οικονομικής ανάπτυξης. Όσο περισσότερο ό πληθυσμός διαιρείται σέ ξεχωριστές έθνοτικές ομάδες, τόσο περισσότερο εκείνες φαίνονται στίς συγκρούσεις συμφερόντων νά οργανώνονται μέ βάση, τις έθνοτικές γραμμές καί τόσο περισσότερο τείνουν νά καταφεύγουν στην βία στίς έθνοτικές συγκρούσεις».
Καί συνεχίζει ό Vanhanen: «παρ' όλ' αυτά, τό ανεξήγητο τμήμα τής μεταβολής στίς έθνοτικές συγκρούσεις ήταν σχεδόν τό μισό (47%). Αυτό σημαίνει ότι ή μεταβολή στον βαθμό τών έθνοτικών συγκρούσεων δεν εξαρτάται μόνο άπό τόν βαθμό έθνοτικής έτερογένειας άλλα επίσης καί σέ ποικίλους άλλους παράγοντες... Δεν υποθέτω ούτε Ισχυρίζομαι ότι ή έθνοτική οίκογενειοκρατία είναι ό μόνος παράγων πού επηρεάζει τήν μεταβολή των έθνοτικών συγκρούσεων... Υποθέτω μόνον ότι ή έθνοτική οίκογενειοκρατία είναι ή πιό σημαντική σταθερά καί πιθανότατα ό πιό σημαντικός επεξηγηματικός λόγος. Τά αποτελέσματα της ανάλυσης των συσχετίσεων υποστηρίζουν αυτήν τήν υπόθεση».
Επιπλέον ή έρευνα του Vanhanen, προς δυστυχία των μετα-μοντερνιστών και των οπαδών της πολυπολιτισμικότητας, έδειξε οτι «ή δημοκρατία ως τέτοια δεν φαίνεται νά επαρκεί γιά νά αποτρέψει τίς έθνοτικές συγκρούσεις, παρ' όλο που είναι πιθανόν οτι ή δημοκρατία βοηθά αυτές νά θεσμοποιηθούν».
Επιπλέον, τά ευρήματα της έρευνας του Vanhanen δεν υποστήριξαν τήν υπόθεση οτι ό κοινοβουλευτισμός, τό άναλογικό εκλογικό σύστημα και ή συναινετική δημοκρατία όδηγούν σε χαμηλότερα επίπεδα έθνοτικών συγκρούσεων.
Όμοίως, τά ευρήματα έδειξαν οτι «οι πλούσιες καί πολύ ανεπτυγμένες χώρες φαίνεται νά είναι σχεδόν τό ίδιο ευάλωτες στίς έθνοτικές συγκρούσεις όσο καί οι φτωχές καί παραδοσιακές κοινωνίες. Σύμφωνα με την ερμηνεία μου, αυτό οφείλεται στό ότι όλοι οί ανθρώπινοι πληθυσμοί μοιράζονται την ίδια έξελιχθείσα προδιάθεση γιά έθνοτικη οίκογενειοκρατία...
Ή ανάλυση των εναλλακτικών επεξηγηματικών μεταβλητών υποστηρίζει, εμμέσως, τό κεντρικό επιχείρημα αυτής της μελέτης, σύμφωνα με τό όποιο η έξελιχθείσα ανθρώπινη προδιάθεση προς έθνοτικη οίκογενειοκρατία παρέχει την καλύτερη καί πιό οικουμενική εξήγηση γιά τήν εμφάνιση έθνοτικών συγκρούσεων σε όλες τίς έθνοτικά διαιρεμένες κοινωνίες και επίσης γιά την μεταβολή στην έκταση καί ένταση των έθνοτικών συγκρούσεων. Επιπλέον, λόγω του ότι οι ρίζες των έθνοτικών συγκρούσεων φαίνεται νά βρίσκονται στην ανθρώπινη φύση, δεν υπάρχει εύκολος τρόπος νά αποφευχθούν».
Μάλιστα ό Vanhanen τονίζει ότι «οι παρατηρήσεις στίς Ευρωπαϊκές χώρες καταδεικνύουν ότι ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικο οικονομικής ανάπτυξης καί εκβιομηχάνισης δέν εξαλείφει τίς εκφράσεις έθνοτικής οίκογενειοκρατίας, παρ' όλο πού φαίνεται νά είναι ευκολότερο νά θεσμοποιηθούν οι έθνοτικές συγκρούσεις σέ κοινωνικο οικονομικά πολύ ανεπτυγμένες χώρες παρά σέ λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Στην Δυτική Ευρώπη, όπου οι γηγενείς πληθυσμοί είναι σχετικά έθνοτικά ομοιογενείς, οι βασικές έθνοτικές συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ των γηγενών καί των μη Ευρωπαίων μεταναστών. Καθώς η πίεση της μετανάστευσης από φτωχά μέρη του κόσμου στην Δυτικη Ευρώπη αυξάνεται συνεχώς, είναι λογικό νά αναμένουμε οτι αυτές οι συγκρούσεις θά αυξηθούν παρά θά μειωθούν στό μέλλον».
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ό Vanhanen «είναι πιό εύκολο νά δημιουργηθούν αρμονικές κοινωνικές σχέσεις σέ έθνοτικά ομοιογενείς κοινωνίες παρά σέ έθνοτικά διαιρεμένες γιατί οι άνθρωποι βοηθούν περισσότερο τους άλλους στίς έθνοτικά ομοιογενείς κοινωνίες».
Τα παραπάνω προέρχονται απο το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού "ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ; ΟΧΙ, ΕΥΡΧΑΡΙΣΤΩ!"