Ο επιφανής ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο σε σενέντευξή του στο συγγραφέα Τζιοβάνι Παπίνι είπε:
«Στην τέχνη, ο λαός δεν αναζητά πλέον ανακούφιση και εξύψωση. Αλλά οι
λεπτεπίλεπτοι, οι πλούσιοι, οι αργόσχολοι, αναζητούν το καινούργιο, το παράδοξο,
το πρωτότυπο, το ασυνήθιστο, το σκανδαλώδες. Και εγώ, από τον κυβισμό και
έπειτα, ικανοποίησα τους σοφούς και τους κριτικούς με όλες τις
ευμετάβλητες σαχλαμάρες που μου έρχονται στο κεφάλι, και όσο λιγότερο με καταλάβαιναν τόσο περισσότερο με θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω με αυτά τα παιχνίδια, αυτές τις κουταμάρες, αυτές τις σπαζοκεφαλιές, έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότης για ένα ζωγράφο σημαίνει πωλήσεις,
κέρδη, περιουσία, πλούτη. Και σήμερα -όπως ξέρεις- είμαι διάσημος, είμαι πλούσιος.
Αλλά όταν βρίσκομαι μόνος με τον εαυτό μου, δεν έχω το κουράγιο να θεωρούμαι
καλλιτέχνης με τη μεγάλη και την παλιά σημασία της λέξεως. Αυτοί ήσαν μεγάλοι
ζωγράφοι, ο Τζιότο, ο Ρέμπραντ, ο Τισιανός, ο Γκόγια. Δεν είμαι παρά ένας κοινός σαλτιμπάγκος, που κατάλαβε το πνεύμα των καιρών του και εξήντλησε όσο καλύτερα μπορούσε τη βλακεία, τη ματαιοδοξία, τη φιλοχρηματία των συγχρόνων του. Είναι πικρή η εξομολόγηση μου, πιο βλαβερή απ' όσο φαίνεται, αλλά έχει τη χάρη να είναι ειλικρινής».
(«Δημοσιογραφική» τεύχος Μαρτίου 1999, διά περισσότερα εις «Βήμα» 14-3-1999)
«Στην τέχνη, ο λαός δεν αναζητά πλέον ανακούφιση και εξύψωση. Αλλά οι
λεπτεπίλεπτοι, οι πλούσιοι, οι αργόσχολοι, αναζητούν το καινούργιο, το παράδοξο,
το πρωτότυπο, το ασυνήθιστο, το σκανδαλώδες. Και εγώ, από τον κυβισμό και
έπειτα, ικανοποίησα τους σοφούς και τους κριτικούς με όλες τις
ευμετάβλητες σαχλαμάρες που μου έρχονται στο κεφάλι, και όσο λιγότερο με καταλάβαιναν τόσο περισσότερο με θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω με αυτά τα παιχνίδια, αυτές τις κουταμάρες, αυτές τις σπαζοκεφαλιές, έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότης για ένα ζωγράφο σημαίνει πωλήσεις,
κέρδη, περιουσία, πλούτη. Και σήμερα -όπως ξέρεις- είμαι διάσημος, είμαι πλούσιος.
Αλλά όταν βρίσκομαι μόνος με τον εαυτό μου, δεν έχω το κουράγιο να θεωρούμαι
καλλιτέχνης με τη μεγάλη και την παλιά σημασία της λέξεως. Αυτοί ήσαν μεγάλοι
ζωγράφοι, ο Τζιότο, ο Ρέμπραντ, ο Τισιανός, ο Γκόγια. Δεν είμαι παρά ένας κοινός σαλτιμπάγκος, που κατάλαβε το πνεύμα των καιρών του και εξήντλησε όσο καλύτερα μπορούσε τη βλακεία, τη ματαιοδοξία, τη φιλοχρηματία των συγχρόνων του. Είναι πικρή η εξομολόγηση μου, πιο βλαβερή απ' όσο φαίνεται, αλλά έχει τη χάρη να είναι ειλικρινής».
(«Δημοσιογραφική» τεύχος Μαρτίου 1999, διά περισσότερα εις «Βήμα» 14-3-1999)