ΠΩΣ ΟΔΗΓΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Στις 18 Ιανουαρίου 1975 το νομικό έγκλημα εις βάρος του Παπαδόπουλου συμπληρώθηκε. Ψηφίστηκε το διαβόητο Δ’ Ψήφισμα(ΦΕΚ 6).Του Μάνου Χατζηδάκη
Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι ο Καραμανλής φοβόταν τον Παπαδόπουλο. Έκαμε ότι μπορούσε για να «τον βγάλει» από την μέση. Με την Συντακτική Πράξη - παραβιάζοντας κάθε έννοια Δικαίου - πίστευε ότι του «έτριξε τα δόντια». Και τώρα του παραχωρούσε το παν για να φύγει από την χώρα και να του αφήσει ελεύθερο τον πολιτικό στίβο. Όμως ο Παπαδόπουλος του 1974 δεν υπήρξε Καραμανλής του 1963. Δεν υπήρξε λιποτάκτης της παρατάξεως και του κόσμου του. Ούτε προδότης των αρχών του. Και πάλι αρνήθηκε. Κι αφού ο Καραμανλής δεν μπόρεσε να τον πείσει να φύγει, τον εξόρισε!
Πρώτον, το ψήφισμα αυτό ψηφίσθηκε από αναθεωρητική Βουλή, αρμόδια μόνον για αναθεώρηση του Συντάγματος και όχι για έκδοση ποινικών νόμων.
Δεύτερον, εισήγαγε παρανόμως δεύτερο νόμο αναδρομικής ισχύος.
Τρίτον, βάπτιζε - προτού αποφανθεί η Δικαιοσύνη - τους διωκόμενους ως ενόχους «στάσεως» και «σφετερισμού εξουσίας», παρεμβαίνοντας στο έργο και στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Και τέταρτον, εβάπτισε - κατά παράβαση όχι μόνο κάθε εννοίας δικαίου αλλά και ης ιδίας της λογικής - μια Επανάσταση που επικράτησε πλήρως για επτά χρόνια, ως «πραξικόπημα» το οποίο «ουδέποτε επικράτησε»! Δηλαδή για να λύσουν τα χέρια της δικαιοσύνης στο πρόβλημα ότι όταν μία Επανάσταση ή πραξικόπημα επικρατήσουν, δημιουργούν δίκαιο, διεκήρυξαν ότι δήθεν «η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», συγκρουόμενοι με την λογική και την ίδια την ιστορία επτά ολοκλήρων ετών. Η χονδροειδής προσπάθεια θυμίζει τους ιερείς που βαπτίζουν το κρέας ως ψάρι για να το φάνε σε ημέρα νηστείας! Έξαφνα με μία φράση, δεν υπήρχε Ελλάς και δεν υφίστατο ελληνικό κράτος για επτά έτη.
Το τραγελαφικό της υποθέσεως είναι ότι τόσο Φ. Γκιζίκης, όσο και ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, με τα ανωτέρω νομοθετήματα, μπορούσαν εξίσου να διωχθούν, αφού η κυβέρνηση Καραμανλή αποτελούσε νομική συνέχεια των κυβερνήσεων της «7ετίας». Είναι χαρακτηριστική η κατάθεση του τότε Προέδρου της ΕΔΗΚ Ιωάννη Ζίγδη στις 26 Νοεμβρίου 1974: «Η Κυβέρνησις Καραμανλή ωρκίσθη στις 24-7-1974 ενώπιον του «Προέδρου της Δημοκρατίας Στρατηγού Γκιζίκη», ανεγνώρισε έτσι το πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας του Δημοψηφίσματος Ιουλίου 1973. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση Καραμανλή είναι συνέχεια των κυβερνήσεων της δικτατορίας και επιβεβαίωση της νομιμότητος αυτών. Με την κυβέρνηση Καραμανλή ανεγνωρίσθη ότι η λεγόμενη «Επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967» επεβλήθη και επομένως εδημιούργησε δίκαιον. Κατόπιν αυτών δεν γνωρίζω ότι υπάρχει θέμα διώξεως των υπευθύνων της δικτατορίας».
Η δίκη-παρωδία κατά του Γ. Παπαδόπουλου και των συνεργατών του κράτησε μέχρι την 23η Αυγούστου 1975. Ούτε ο Γ. Παπαδόπουλος, ούτε οι υπόλοιποι ανεγνώρισαν την νομιμότητα της δίκης. Δεν εδέχθησαν διορισμό δικηγόρου, δεν απολογήθησαν και εθεώρουν εαυτούς ως «οιονεί απόντες ». Οι Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Παττακός, Ν. Μακαρέζος «κατεδικάσθησαν» εις θάνατον. Αλλά ο Καραμανλής αυθημερόν μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη, φοβούμενος την λαϊκή αντίδραση και εξαγγέλλοντας το περιβόητο: «Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».
Λίγες μέρες πριν, στις 15 Αυγούστου 1975, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, είχε απευθύνει μήνυμα προς τον ελληνικό λαό, την δημοσίευση του οποίου απαγόρευσε ο Καραμανλής. Μεταξύ πολλών άλλων, ο Παπαδόπουλος έλεγε: «Η Επανάστασις είναι πλέον παρελθόν. Το επιτελεσθέν όμως υπ’ αυτής έργον ζει εις την μνήμην όλων των Ελλήνων και ως μέτρον συγκρίσεως προκαλεί τον μόνιμον φόβον των κυβερνώντων και των φιλοδοξούντων να κυβερνήσουν την Χώραν οι οποίοι απεφάσισαν και οργάνωσαν την εξόντωσίν μας ως πολιτικών αντιπάλων των». Αυτή ήταν η ουσία. Ο Καραμανλής είχε εξοντώσει με κάθε μέσο τον υποψήφιο πολιτικό του αντίπαλο. Και για να το πράξει είχε προχωρήσει σε ένα πρωτοφανές δικαστικό πραξικόπημα.
Και το γεγονός αυτό, το παρεδέχθη και ο ίδιος στην Βουλή, στις 16 Οκτωβρίου 1975: «Τας πολιτικάς κυρώσεις - είπε - η Κυβέρνησις ενεπιστεύθη όπως επεβάλλετο, εις την Δικαιοσύνην, αφού προηγουμένως την διευκόλυνεν εις το έργον της με συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα, όπως η γνωστή Συντακτική Πράξις και το γνωστό Ψήφισμα. Και δεν πρέπει να πλανώμεθα. Εάν δεν είχαν γίνει αυτά, αυτήν την στιγμήν ουδείς θα ήτο δυνατόν να δικάζεται και ουδείς θα ευρίσκετο εις την φυλακήν». Πιο κυνική ομολογία δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ο Καραμανλής ομολόγησε ότι εάν δεν είχε παραβιάσει κάθε έννοια δικαίου με τα παράνομα νομοθετήματά του, κανείς δεν θα μπορούσε να δικάσει τον Παπαδόπουλο. Και ότι με αυτά «διευκόλυνε» την Δικαιοσύνη (βλ. χειραγώγησε) ώστε να το πράξει. Στην ουσία απλώς την κατήργησε. Ο δρόμος πλέον για τον Καραμανλή ήταν ανοικτός. Είχε εξοντώσει και τον πολιτικό και τον πολιτειακό του αντίπαλο.
Εννέα χρόνια μετά, σε μαγνητοφωνημένο διάγγελμα μέσα από το παράνομο δεσμωτήριό του στις 29 Ιανουαρίου 1984, ο Γ. Παπαδόπουλος έλεγε: «Από τον Οκτώβριον του 1974 είμεθα δεσμώται, οι συνεργάται μου κι εγώ. Και παραμένομεν δεσμώται. Δεν μας έκλεισαν εις τας φυλακάς το Δίκαιον και ο Νόμος. Την ελευθερίαν μας την εστραγγάλισεν η ωμή σκοπιμότης, δια να μπορούν να μας συκοφαντούν χωρίς αντίλογον και να παραπλανούν την κοινήν γνώμην χωρίς έλεγχον».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 26ης Μαΐου 2012 της εφημερίδαςΕλεύθερος Κόσμος.
http://www.e-grammes.gr/article.php?id=5481