Το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου του 1989, ύστερα από δίωρη δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο, ο κομμουνιστής δικτάτορας της Ρουμανίας, Νικολάε Τσαουσέσκου (γεν. 1918) και η σύζυγός του Ελενα.
Η απόφαση εκτελέστηκε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Ο λαός της Ρουμανίας έλαβε το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο μετά από είκοσι πέντε χρόνια σκληρής τυραννίας.
Το φθινόπωρο του 1989, ελάχιστοι προέβλεπαν το τέλος του καθεστώτος. Το Σεπτέμβριο ο Τσαουσέσκου επισκέφθηκε το Ιάσιο, τη Σουτσεάβα και το Μποτοσάνι, ενώ στα τέλη του μήνα υποδέχθηκε στο Βουκουρέστι Κινέζους υπουργούς και στη συνέχεια τον Πρόεδρο του Αφγανιστάν, που πραγματοποιούσαν επίσημη επίσκεψη. Στις 14 Οκτωβρίου εγκαινίασε τη Διεθνή Έκθεση Βουκουρεστίου, έπειτα πραγματοποίησε περιοδείες στο εσωτερικό της χώρας, συμμετείχε σε συνεδριάσεις κομματικών και κρατικών οργάνων και έδωσε συνεντεύξεις στον Τύπο. Τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του Έλενα χαίρονταν ιδιαίτερα το γεγονός ότι βιβλία τους μεταφράζονταν και κυκλοφορούσαν τις ημέρες εκείνες σε διάφορες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Στους άμεσους στόχους του ζεύγους ήταν η επανεκλογή του Τσαουσέσκου ως γενικού γραμματέα στο επικείμενο συνέδριο του Κόμματος, το οποίο πραγματοποιήθηκε ομαλά στις 20 Νοεμβρίου. Ο Τσαουσέσκου επανεξελέγη και τα συνήθη συγχαρητήρια τηλεγραφήματα άρχισαν να καταφτάνουν από όλες τις σοσιαλιστικές χώρες.
Το λάθος
Στις 2 Δεκεμβρίου 1989, ο δικτάτορας επισκέφθηκε τη Μόσχα για να συμμετάσχει σε συνεδρίαση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και με την ευκαιρία συναντήθηκε με τον Γκορμπατσόφ. Επιστρέφοντας, ανακοίνωσε ότι τα κονδύλια για την παιδεία αυξάνονταν και οι κομματικές εφημερίδες εξύμνησαν την απόφασή του. Μετά από διάφορες συναντήσεις με αντιπροσωπείες από ασιατικές χώρες, στις 16 Δεκεμβρίου, ξεκίνησε την περιοδεία στην Ασία, που άρχιζε από την Τεχεράνη.
Την ίδια ημέρα ταραχές ξέσπασαν στην πόλη Τιμισοάρα στην Τρανσυλβανία, όταν ένας ουγγρικής καταγωγής πάστορας, ο υπέρμαχος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Λάζλο Τόκες,
(László Tőkés) αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή μετάθεσής του σε άλλη ενορία, που είχε εκδώσει ο τοπικός επίσκοπος μετά από απαίτηση της κυβέρνησης. Ο Τόκες βρήκε καταφύγιο στην εκκλησία του, όπου αμέσως συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος Ρουμάνων και Ούγγρων, αποφασισμένο να τον προστατεύσει. Τότε ανέλαβε δράση η Σεκουριτάτε. Οι άνδρες της άνοιξαν πυρ αδιακρίτως εναντίον των διαδηλωτών, σκοτώνοντας περίπου εκατό άτομα.
Στις 20 Δεκεμβρίου, 50.000 άτομα κατέβηκαν στους δρόμους της Τιμισοάρα. Όμως, τα στρατιωτικά τμήματα που στάλθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους διαδηλωτές έλαβαν το μέρος τους.
Ο Τσαουσέσκου διέκoψε την περιοδεία του στο Ιράν και επέστρεψε στο Βουκουρέστι, αποφασισμένος να διατηρήσει την εξουσία. Διέπραξε όμως ένα σοβαρό πολιτικό λάθος, που αποδείχθηκε μοιραίο. Υποτιμώντας την αντίδραση του λαού προσπάθησε να προσελκύσει την υποστήριξή του. Στις 21 Δεκεμβρίου εκφώνησε λόγο από τον εξώστη του «Παλατιού του Λαού», με τον οποίο καταδίκασε την εξέγερση ως «αντεπαναστατική πράξη», υποκινούμενη και οργανωμένη από «ξένους συνωμότες». Υπαινισσόταν ότι η Μόσχα είχε μεθοδεύσει τις ταραχές. Όταν το διατεταγμένο κομματικό ακροατήριο άρχισε να χειροκροτεί, υψώθηκαν φωνές διαμαρτυρίας από συγκεντρωμένους φοιτητές που αποκαλούσαν τον Τσαουσέσκου«τύραννο». Η απευθείας τηλεοπτική μετάδοση της ομιλίας διακόπηκε, αλλά εκατομμύρια Ρουμάνοι πρόλαβαν να δουν το φοβισμένο πρόσωπο του ηγέτη τους.
Το βράδυ εκείνο εκδηλώθηκαν σοβαρές ταραχές στο Βουκουρέστι. Οι περισσότεροι κάτοικοι κατέβηκαν στους δρόμους. Διαδηλώσεις ξέσπασαν σχεδόν σε ολόκληρη τη Ρουμανία. Ο στρατός όχι μόνο δεν χτύπησε τους διαδηλωτές, αλλά πήρε το μέρος τους και προέταξε τα όπλα κατά της Σεκουριτάτε.
Ο υπουργός Άμυνας στρατηγός Βασίλε Μίλεα αρνήθηκε να δώσει διαταγή να πυροβοληθούν οι διαδηλωτές και ο Τσαουσέσκου διέταξε την άμεση εκτέλεσή του. Την επόμενη ημέρα ο δικτάτορας φοβούμενος για τη ζωή του προτίμησε να δραπετεύσει μαζί με τη σύζυγό του και μερικούς πιστούς υποστηρικτές του με ελικόπτερο, που απογειώθηκε από την ταράτσα του παλατιού.
Αμέσως μετά τη φυγή του Τσαουσέσκου, μία ομάδα πρώην ηγετικών στελεχών του κόμματος συνεπικουρούμενα από ανώτατους στρατιωτικούς ανακοίνωσαν από την τηλεόραση ότι ο Τσαουσέσκου ήταν έκπτωτος και ότι νέα κυβέρνηση αναλάμβανε την εξουσία. Επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν ο Κορνέλιου Μανέσκου, πρώην υπουργός Εξωτερικών. Το ίδιο απόγευμα, όμως, εμφανίστηκε μία νέα προσωρινή κυβέρνηση, αποτελούμενη από αξιωματικούς και πανεπιστημιακούς.
Την επόμενη ημέρα (23 Δεκεμβρίου 1989), σχηματίστηκε το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, υπό την προεδρία του Ίονα Ιλιέσκου, παλαιού αξιωματούχου του καθεστώτος, που είχε πέσει από χρόνια σε δυσμένεια. Ο πραγματικός ισχυρός άνδρας ήταν ο στρατηγός Νικολάε Μιλιτάρου, που ήλεγχε τις ένοπλες δυνάμεις. Ο Ιλιέσκου και ο Μιλιτάρου ανακοίνωσαν σταδιακά από την τηλεόραση τη σύνθεση της κυβέρνησης, σπεύδοντας να ανακαλέσουν οποιοδή- ποτε όνομα για το οποίο το συγκεντρωμένο πλήθος εκδήλωνε την αντίθεσή του. Αρκετοί από τους νέους υπουργούς έμαθαν το διορισμό τους παρακολουθώντας την τηλεόραση. Ο υποστράτηγος Βίκτορ Στανκουλέσκου, για τον οποίο ελέχθη ότι είχε διατάξει πριν από λίγες ημέρες να πυροβοληθούν οι διαδηλωτές της Τιμισοάρα, προσχώρησε στη νέα κατάσταση και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να ενισχύσει ο στρατός την κυβέρνηση του Ιλιέσκου.
Το τέλος του δικτάτορα
Στο μεταξύ, το ελικόπτερο που μετέφερε το ζεύγος Τσαουσέσκου δεν κατόρθωσε να βρει κάποιο ασφαλές ελικοδρόμιο. Ο πιλότος αναγκάστηκε να προσγειωθεί σε έναν επαρχιακό δρόμο και να ζητήσει τη συνδρομή της πολιτοφυλακής του πλησιέστερου χωριού, του Τιργκόβιστε. Οι άνδρες της πολιτοφυλακής παρέδωσαν το δικτάτορα στο διοικητή του στρατοπέδου της περιοχής. Ο διοικητής έκρυψε το ζεύγος Τσαουσέσκου σε ένα δωμάτιο για τρεις ολόκληρες ημέρες. Τελικά, την ημέρα των Χριστουγέννων ο στρατηγός Βίκτορ Στανκουλέστου κατέφθασε από το Βουκουρέστι, ανακοινώνοντας στο διοικητή του στρατοπέδου ότι ο Τσαουσέσκου δεν θα μεταφερόταν στην πρωτεύουσα, αλλά θα δικαζόταν στο στρατώνα του Τιργκόβιστε.
Αμέσως οργανώθηκε ένα έκτακτο στρατοδικείο και ο Τσαουσέσκου κατηγορήθηκε για γενοκτονία εναντίον του ρουμανικού λαού. Οι συνήγοροι υπεράσπισης τού πρότειναν να δηλώσει ότι είχε μειωμένη ικανότητα κρίσης λόγω παραφροσύνης. Ωστόσο, ο ίδιος αρνήθηκε και ζήτησε να δικαστεί από το Κοινοβούλιο της χώρας, όπως είχε δικαίωμα ως αρχηγός του κράτους. Το αίτημά του απορρίφθηκε. Η δίκη διήρκεσε συνολικά 55 λεπτά και από την πρώτη στιγμή έγινε κατανοητό ότι η απόφαση θα ήταν καταδικαστική για τον Τσαουσέσκου. Πολλοί πίστευαν, άλλωστε, ότι η Σεκουριτάτε δεν θα παρέδιδε τα όπλα της, παρά μόνο αν γνώριζε πως ο Τσαουσέσκου ήταν νεκρός. Αλλοι εξέφρασαν την υπόνοια ότι σε μία ανοικτή δίκη ο Τσαουσέσκου θα μπορούσε να αποκαλύψει ανεπιθύμητα στοιχεία για το παρελθόν των νέων ηγετών, που είχαν αναλάβει την εξουσία στο Βουκουρέστι και στην πλειοψηφία τους ήταν παλαιοί συνεργάτες του.
Ο Τσαουσέσκου εκτελέστηκε αυθημερόν μαζί με τη σύζυγό του, στον περίβολο του στρατώνα. Οι σκηνές από την εκτέλεση μεταδόθηκαν από τη ρουμανική τηλεόραση και στη συνέχεια αναμεταδόθηκαν από τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα. Η εποχή της δημοκρατίας στη Ρουμανία εγκαινιάστηκε με μία κατάφωρη παραβίαση στοιχειωδών κανόνων του δικαίου. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμη και αν επρόκειτο για έναν από τους στυγνότερους δικτάτορες που γνώρισε η Ευρώπη.
Αν θέλετε να μαθαίνετε καθημερινά περισσότερα νέα, κάντε like στην σελίδα του ΕΛΙΤ ΕΛΛΗΝΩΝ στο Facebook πατώντας εδώ: Σας αρέσει
.. Από την ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του 20ου ΑΙΩΝΑ, 8ος τόμος
Αν θέλετε να μαθαίνετε καθημερινά περισσότερα νέα, κάντε like στην σελίδα του ΕΛΙΤ ΕΛΛΗΝΩΝ στο Facebook πατώντας εδώ: Σας αρέσει
.. Από την ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του 20ου ΑΙΩΝΑ, 8ος τόμος