Ήταν 1η Φεβρουάριου 1944 τότε που οι δυο οπλισμένοι καπετάνιοι με τα γένια, τον άρπαξαν με τη βία και τον έκλεισαν μέσα σ' ένα πλίθινο καλύβι σε απομόνωση, το ίδιο βράδυ στο χωριό του τη Τραγάνα, που είναι λίγα λεπτά έξω από το Κιάτο. Μα πριν ξημερώσει, ο φοιτητής Γεώργιος Σταθακόπουλος, ανοίγοντας μια τρύπα μ' έναν σουγιά, δραπετεύει. Πηγαίνει, σαν πήρε η μέρα, στον σταθμό του Βέλου ανεβαίνει στο τραίνο που κείνη την ώρα περνούσε και φτάνει στον Πειραιά που ήταν ο πατέρας του εκεί τελωνειακός υπάλληλος.
(προειδοποίηση: Περιέχει και πολύ σκληρές εικόνες).Μετά από τούτο, αρχίζει η τραγωδία της υπόλοιπης οικογένειας σύμφωνα με την ηθική των μπολσεβίκων. Η μέρα σωνόταν και τα σκοτάδια ετοιμάζονταν να γεμίσουν το χωριό της Τραγάνας, όταν τρεις με τα όπλα, βρήκαν και πήραν μαζί τους τη μητέρα του δραπέτη, σαραντατριών χρόνων με τα δυο της παιδιά, τον Λουκά Σταθακόπουλο 13 χρόνων και τη Κούλα 11. Για που τους πάνε κανείς δεν ξέρει...
Μέσα στη νύχτα προχωράνε και φτάνουν στο χωριό της Μικρής Βάλτσας, οπού σταματάνε για δυο ώρες στο σπίτι του γιατρού του Φρεσίρα. Μετά τους χωρίζουν. Ο δεκατριάχρονος Λουκάς οδηγείται στο χωριό Θροφαρί, η εντεκάχρονη Κούλα στο χωριό Μεγάλη Βάλτσα, ενώ η μάνα στο εξωκκλήσι του Άη Γιώργη έξω από τη Μικρή Βάλτσα, όπου αφού την βασάνισαν για να μαρτυρήσει που είναι ο γιος της, τη σκότωσαν.
Πέντε μέρες πέρασαν τα παιδιά της μόνα, στα διάφορα σπίτια που τους έδιναν φαγητό και ύπνο χωρίς να ξέρουν τίποτα για την τύχη της μάνας τους. Την έκτη μέρα τα δυο παιδιά με συνοδεία οπλισμένων τα πήγαν στη Στιμάγκα, όπου μένουν μαζί με τους αντάρτες στο σχολείο. Εκεί βρίσκονται σε κάποια επιτήρηση ελεύθερα. Έκαναν διάφορες μικροδουλειές σε κείνους που είχαν τα πόστα και τα όπλα, τους πήγαιναν το φαγητό, τους ψώνιζαν τσιγάρα κι έμεναν πάντα μέσα στο περίφραγμα του σχολείου, που πολλές φορές ήταν και δεσμωτήριο των αντιδραστικών. Ακολούθησαν αρκετές φορές τις ομάδες της ΟΠΛΑ που πήγαιναν τους μελλοθάνατους στον τόπο της σφαγής κι είδαν πολλά. Είδαν τους ανθρώπους που βασανίζανε τους μελλοθάνατους, που έφταναν στον τόπο του μαρτυρίου και φωνάζανε. Είδαν φοβερές εικόνες του μακελειού με φρίκη... Μα είδαν ακόμα και κάτι πιο πολύ που και τώρα που το διηγούνται κόβεται η ανάσα τους...
Ήταν ένα ζευγάρι παντρεμένων σε μια γωνιά στην δυτική αίθουσα του σχολείου και κάθονταν σ' ένα θρανίο οι δυο τους, όταν ένας άντρας με γένια, με ένα γερμανικό πιστόλι στη μέση ζωσμένος, κι ένα πελώριο μαχαίρι μέσα στο θηκάρι του που κρέμονταν στο δεξί του μέρος, μπήκε μέσα με σφιγμένα τα φρύδια του. Δεν ακούστηκε τι τους έλεγε, μα φαινόταν εκνευρισμένος και όπως κουνούσε τα χέρια του, έδωσε ένα τόσο δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο της γυναίκας, που εκείνη γκρεμίστηκε από το θρανίο και ξάπλωσε κάτω, σχεδόν χωρίς τις αισθήσεις της. Ανάσκελα ήταν όταν φάνηκε η πολύ φουσκωμένη κοιλιά της, γιατί ήταν έγκυος και ανάσαινε πολύ δυνατά, όταν δ άντρας της, έτρεξε να τη βοηθήσει να σηκωθεί, να την περιποιηθεί, να την συνεφέρει. Ο οπλισμένος τώρα χτυπάει τον σκυμμένο στη γυναίκα του άντρα, με γροθιά στο κεφάλι που πέφτει πάνω στη γυναίκα του. Στις φωνές εκείνου με τα γένια που έβριζε και χτυπούσε, έτρεξαν άλλοι δυο οπλισμένοι από την ανατολική αίθουσα που ήταν θάλαμος ύπνου και αναπαύσεως.
Και τότε αφού χτύπησαν πολύ τον κρατούμενο άντρα και του έδεσαν τα πόδια και τα χέρια, τον πέταξαν κάτω στο πλακόστρωτο κι ασχολήθηκαν με τη γυναίκα που ήταν ακόμα ανάσκελα στο δάπεδο. Τη σήκωσαν οι δυο βαστώντας την από τα μπράτσα κι ο τρίτος έκανε το πιο απαίσιο κι αδιάντροπο αστείο: Με το μαχαίρι του, της έσκισε τα ρούχα που 'κρυβαν την κοιλιά της από τη μέση και κάτω. Κι αφού γέλασαν με τη καρδιά τους βλέποντας τις σάρκες της γκαστρωμένης γυναίκας, της άνοιξε τότε τη κοιλιά με το ίδιο μαχαίρι. Την κρατούσαν ακόμα οι δυο οπλισμένοι όταν χύμηξαν στον αέρα τα σπλάχνα της με τ' άντερά της και γέμιζε όλος ο τόπος από τους φοβερούς βόγγους... Σ' ένα μουλάρι φόρτωσαν την πεθαμένη γυναίκα, που την είχαν διπλώσει σε μια βρώμικη μισοσκισμένη κουβέρτα, ενώ ο άντρας της δεμένος, μόνο με τα χέρια πίσω, ακολουθούσε συνοδεία με οπλισμένους. Άφησε την αδερφή του στα ρούχα που κοιμόταν ο 13χρονος Λουκάς κι ακολούθησε την πομπή της νεκρής, πίσω από μια απόσταση τριάντα μέτρα. Μόνο τα περπατήματα του μουλαριού και των ανθρώπων ακουγόσαντε μέσα στην απέραντη σιγαλιά της νύχτας, μέχρι που φτάσανε σ' ένα πλαγιαστό χωράφι με άσπρα χώματα. Σταμάτησαν τότε, έριξαν τη διπλωμένη γυναίκα με τη βρώμικη κουβέρτα μέσα σ' έναν έτοιμο μεγάλο λάκκο.
Κι ο άντρας με τα δεμένα χέρια, αφού είδε το τόσο σκληρό χαμό της γυναίκας του, έβλεπε τώρα και το δικό του τέλος... Με σπρωξιές τον τράβηξαν στη μεγάλη γκοριτσιά που ήταν κοντά τους, πήραν το χοντρό σκοινί που είχαν και τον κρέμασαν. Κι όταν τελείωσαν όλα, οι βλαστήμιες και τα χτυπήματα στο άψυχο σώμα του κρεμασμένου που κρέμονταν μακάβρια στη γκοριτσιά, το κόψιμο του χοντρού σκοινιού και το πέταγμα του άντρα κοντά στη γυναίκα του, παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού...
Εξήντα έξη μέρες έμειναν μέσα σε τούτη τη πνιγμένη ατμόσφαιρα τα δυο αδερφάκια, βλέποντας τον ανελέητο τρόπο που έπαιρναν τις ζωές οι μπολσεβίκοι. Ήταν 15 Μαΐου, απόβραδο, όταν η Κούλα, κουρασμένη από τα θελήματα κοιμόταν. Ανύποπτος ο Λουκάς πήγαινε τσιγάρα σ' έναν καπετάνιο που τον είχε στείλει να ψωνίσει από το μαγαζί. Μια παγωμάρα τον πλάκωσε σαν άκουσε πριν ανοίξει τη πόρτα, να λέει κάποιος από τους οπλισμένους που κάθονταν στον θάλαμο γύρο στη σόμπα: «Τούτα τα παιδιά, τι θα τα κάνουμε καπετάνιο; Πολύ στα πόδια μας μπερδεύονται». Μαρμάρωσε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας κι έμεινε εκεί αποσβολωμένο ν' ακούσει τη μοίρα της αδερφής του και τη δική του. Κι όταν ο καπετάνιος απάντησε πως, αργά το βράδυ με τους δεκαοχτώ να τους πάρουν μαζί τους στην εκτέλεση, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Έδωσε τα τσιγάρα στον καπετάνιο, καληνύχτησε και φτάνοντας στα στρωσίδια της αδερφής του, την ξύπνησε σιγανά.
Τοιμάστηκαν, βγήκαν κι οι δυο μαζί έξω κι έφτιαξαν το σχέδιο να δραπετέψουν. Πέρασε πρώτος δ Λουκάς την εξώπορτα κι αφού είδε τον σκοπό να κοιμάται, πήρε την αδερφή του κι από την άκρη του χωριού, σιγά σιγά με όλες τις δυνατές προφυλάξεις, πέρασαν διάφορα δρομάκια και μέσα από αμπέλια και χωράφια, πιασμένα τα δυο αδερφάκια, έφτασαν στο Βέλο και μπήκαν σε μιας θειας τους το σπίτι. Σαν ξημέρωσε τους έδωσε χρήματα, ψωμί και σταφίδες, τα συνόδεψε στον σταθμό κι αφού παρακάλεσε τον μηχανοδηγό να πάρει μπροστά στη μηχανή τους δυο δραπέτες που διεκδικούσαν τη ζωή, ανέβηκαν στο τραίνο κι έφτασαν στον Πειραιά. Έτσι γλύτωσαν από τον θάνατο.
***
Ένας Στιμαγκιώτης ξομολογιώταν μπροστά σε πέντε ηλικιωμένους που 'ζησαν τότε το κακό που γίνονταν στο τόπο μας. Φρικιαστική εικόνα αλήθεια, σαν έρχονται στον νου τα δυο πανώρια κορίτσια του Κώστα του Μάκρη από τις Κρίνες. Ενώ τα δυο αδέρφια τους, τα σκότωσαν το ίδιο βράδυ που 'φυγαν οι δικοί τους, τα δυο κορίτσια τα 'χαν πάει στη Βαγγελίστρα και τ' ατιμάζανε...
«Με είχε στείλει η οργάνωση να πάω πάνω στην εκκλησιά της Βαγγελίστρας, να βρω έναν καπετάνιο, να του δώσω ένα σημείωμα και να πάρω πάλι απάντηση έγγραφη. Σε τούτο το διάστημα ώσπου να τον βρούνε και να ετοιμαστεί η απάντηση, είδα τούτα τα δύσμοιρα κορίτσια, που το ένα ήταν αρρεβωνιασμένο, να κάθονται κάτω από το μεγάλο δέντρο και να κλαίνε και ν' αγκαλιάζονται. Τα μούτρα τους φαίνονταν χλωμά, τα μάτια τους κατακόκκινα μέσα στις ολόμαυρες κόγχες τους. Ένα ζευγάρι οπλισμένοι τότε, πήρε τα κορίτσια, χώρισαν σαν προχώρησαν λίγο, παίρνοντας ο καθένας από μια, τους έλεγαν λόγια παρήγορα, πως θα τις λευτέρωναν από τα δεσμά και τις πήγανε πίσω από το ψήλωμα.
Έκατσαν ώρα αρκετή τις φέρανε και τις δυο μαζί, τις άφηναν λίγα λεπτά ν' αγκαλιαστούνε και να κλάψουνε μαζί κάτω από το μεγάλο δέντρο κι ύστερα τις έπαιρνε άλλο ζευγάρι οπλισμένων για να τις παρηγορήσει πάλι πίσω από το ψήλωμα. Κι αυτές μόλις πάλι σμίγανε, πάλι αγκαλιάζονταν κι όλο κλαίγανε. Το 'χω βάρος στη καρδιά μου τούτο που 'δαν τα μάτια μου κι άκουσαν τ' αυτιά μου, γιατί μου σκιζόταν η καρδιά σαν τα 'βλεπα τα δυο μαζί ν' αγκαλιάζονται και να ζητάνε τον λυτρωμό... Την άλλη μέρα που ρώτησα τι γίνονται τα κορίτσια πάνω στη Βαγγελίστρα, σαν είδα κάποιον απ' αυτούς στο χωριό, μου 'πε, πως δεν υπάρχουνε πια στη ζωή. Το μαρτύριό τους τελείωσε...».
Στις 24 Ιουλίου 1944, μια ομάδα από οπλισμένους μπαίνει μέσα στο σπίτι του Κων. Μπράβου στο χωριό Ταρσινά, που 'ταν υπεύθυνος του ΕΑΜ, του ζητάει το πιστόλι που είχε για να πιάσουν κάποιον χαφιέ. Μόλις το παραδίνει, του προτείνουν τα όπλα τους και του λένε πως είναι κρατούμενος κι αυτός και η γυναίκα του. Μαζί με άλλους που πιάσαν την ίδια βραδιά, τους οδηγούνε στο διπλανό χωριό, στο Λιμοχώρι, κι ενώ όλους τους άλλους τους πάνε ψηλά στη τοποθεσία Στρογγύλι, τον Κων. Μπράβο τον βαστάνε στο σχολείο.
Το χωριό ξύπνησε από τα ουρλιάσματα και τις φωνές τις σπαραχτικές που 'βγαζε ο κρατούμενος όταν τον χτυπάγανε, για να μαρτυρήσει τους αντιδραστικούς του χωριού του, εκείνους που συνεργαζότανε και μαρτύραγε τα μυστικά. Και ποια είσανε τα μυστικά του αγώνα που μαρτύραγε στους Γερμανούς φασίστες και τους τσολιάδες. Μαυρισμένο από τα χτυπήματα και αποκαμωμένο, τον έφεραν στη πλατεία του χωριού, ενώ οι άνθρωποι που 'σαν στην οργάνωση πέρναγαν από το κάθε σπίτι και ειδοποιούσαν, να πάνε όλοι στη πλατεία να δουν την εκτέλεση ενός προδότη. Όλο το χωριό μαζώχτηκε το φοβερό τούτο απόγευμα, στις 24 Ιουνίου 1944, και έβλεπε έναν παραμορφωμένο άνθρωπο γεμάτο αίματα και σωματικό πόνο, όρθιο, έτοιμο να σωριαστεί κάτω.
Την τρομάρα του κόσμου που 'βλεπε τούτο το απαίσιο θέαμα, έκοψαν τα λόγια του καπετάνιου που φώναξε: «Τούτος ο άνθρωπος είναι προδότης, είναι χαφιές, όργανο της Γκεστάμπο, των Γερμανών και των τσολιάδων, γι' αυτό και δικάστηκε σε θάνατο και θα εκτελεστεί τώρα μπροστά σας». Μέσα σε τούτη τη παγωμάρα που απλώθηκε στον κόσμο τούτο που αναγκάστηκε να δει πως ο άνθρωπος παίρνει τη ζωή του ανθρώπου, ένας ψίθυρος κυκλοφόρησε: «Τί προδοσία έκανε;». Μα όλοι κούναγαν τους ώμους τους και με τις γκριμάτσες του προσώπου τους δείχνανε, ότι δεν ξέρανε την προδοσία ή τον χαφιεδισμό, μα ο γνωστός όλων του διπλανού χωριού, Κων. Μπράβος, ήταν υπεύθυνος του ΕΑΜ. Τί άραγε συνέβαινε; Τίποτα δεν τον ρώτησαν να πει, ούτε και άλλη εξήγηση δόθηκε. Μόνο όπλισε ένας το πιστόλι του, στάθηκε σε απόσταση ενάμισυ μέτρου και πυροβόλησε στο κεφάλι του θανατοποινίτη. Η πρώτη σφαίρα πέρασε ξυστά χωρίς να τον αγγίξει, η δεύτερη του πήρε το αυτί και του αυλάκωσε το δεξί του μάγουλο. Κι ενώ οι άλλοι κλείναν τα μάτια τους να μην δουν τον θάνατο, ακούστηκε η φωνή εκείνου που του παίρναν τη ζωή: «Μη με παιδεύεις σύντροφε. Ρίξε μου στο κεφάλι ρε Δήμο μια να τελειώνω».
Ένα «αχ» τότε ακούστηκε δυνατό που σκέπασε τη φωνή της τελευταίας πιστολιάς, πήδηξε ψηλά μισό μέτρο, τύλιξε το κεφάλι του με τα χέρια του και σωριάστηκε κάτω μπρούμυτα. Όλοι κρύψανε τις ματιές τους με τις παλάμες τους να μην δουν, το εφιαλτικό θέαμα... Πριν ακόμα συνέλθει ο κόσμος απ' όλη τη φρίκη που είδε κι άκουσε, ένας από τους τέσσερους δήμιους που ήταν κοντά στον σκοτωμένο, τράβηξε από το θηκάρι το μαχαίρι του κι άρχισε τούτο το μακάβριο έργο: Τον έσφαξε σαν τ' αρνί που 'στάζε ακόμα αίματα, μπρος στα μάτια όλων των χωριανών που ένιωθαν ταν ανάσα τους να λιγοστεύει, τις δυνάμεις τους να τους αφήνουν και να τους έρχεται λιποθυμία, ενώ τα παιδάκια με γουρλωμένα τα μάτια μαζεύονταν στα σκέλια των γονιών τους, τραβώντας τους από τα ρούχα. Κι ύστερα μια βουβαμάρα χύθηκε μέσα σε τούτο το χωριό, μια νεκρική σιγή που κράτησε για πολύ μετά το φονικό.
Μετά που πέρασε καιρός, μαθεύτηκε πως η προδοσία του Κώστα Μπράβου ήτανε τούτη: Σαν υπεύθυνος του χωριού, ειδοποιήθηκε πως έπρεπε να πιαστεί με τρόπο ένας χωριανός του, να τον στείλει, ή με συνοδεία ή μόνο του στο Λιμοχώρι, ή στη Στιμάγκα να εκτελεστεί, γιατί οι πληροφορίες τον παρουσίαζαν αντιδραστικό που κάνει ζημιά στον αγώνα. Ο Κώστας Μπράβος όμως που γνώριζε πρόσωπα και πράματα κι ήταν βέβαιος ότι ο χωριανός του ήταν ένας αγνός πατριώτης, όχι μόνο δεν φρόντισε να τον πιάσει ή να τον πείσει ν' ανέβει στο Λιμοχώρι ή στη Στιμάγκα, για να του πάρουν τη ζωή, αλλά τον ειδοποίησε να φύγει από το χωριό κι από το περιβόλι του στο Κοκκώνι γιατί κινδύνευε η ζωή του. Αυτό όμως ακούστηκε σαν μια γενναία και πατριωτική στάση που 'δειξε ο υπεύθυνος του ΕΑΜ κι έγινε αιτία μαθαίνοντάς το οι ανώτεροι καπετάνιοι να τον σκοτώσουν.
Οι άλλοι κρατούμενοι από τα Ταρσινά, που παρέα τους είχαν πάρει το ίδιο βράδυ μαζί με τη γυναίκα του Κώστα Μπράβου, δεν πρόφτασαν να μάθουν το φοβερό φονικό που 'γινε μέσα στο χωριό του Λιμοχωρίου, γιατί πριν ξημερώσει, το ίδιο βράδυ που τους ανέβασαν στην τοποθεσία Στρογγύλι, τους πήρανε τη ζωή, σαν τα σφαχτάρια, με το μαχαίρι.
(«Από τον προμαχώνα της Στιμάγκας» - Γιάννης Μπαλαφούτας)
Ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα που συνεκλόνισαν τη Νάουσσα και που σήμερα ακόμη όταν συζητούνται προκαλούν την εξέγερση των ψυχών και την απέχθεια όλων των πολιτών αδιακρίτως κομματικής τοποθετήσεως -με μικρή κάπως εξαίρεση τους αμετανοήτους και σκληρούς κομμουνιστάς- ήταν η άγρια σφαγή της δεκαεξάχρονης Όλγας. Το επίθετό της δεν το αναφέρουμε, γιατί θύτης και θύμα ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Αλλά το ξέρει όλη η Νάουσσα.
Οι γονείς της είχαν χωρίση... Η κοπελίτσα έμεινε με τη μητέρα της και ξενοδούλευε για να εξασφαλίση τη ζωή του σπιτιού. Ήταν σεμνή, όμορφη και ανοιχτόκαρδη. Η καλωσυνάδα της συντελούσε ώστε να είναι αξιαγάπητη σε όλους τους γνωστούς της. Κανέναν δεν πίκρανε με κανέναν δεν ήλθε ποτέ σε προστριβή.
Μια μέρα, του Σεπτεμβρίου του 1943 και μόλις το σκοτάδι άρχισε να καλύπτη τη ζωή της πόλεως, τρεις νεαροί την σταμάτησαν ενώ πήγαινε στο σπίτι της. Την πρόσταξαν να τους ακολούθηση γιατί -όπως την είπαν- ο πατέρας της ήθελε να της ανακοινώση κάτι πολύ σημαντικό που αφορούσε την οικογένειά της. Μολονότι οι νέοι ήταν άγνωστοι στην Όλγα, το γεγονός ότι ερχόντουσαν για λογαριασμό του πατέρα της που την καλούσε, δεν δίστασε να τους ακολουθήση. Παίρνοντας τον δρόμο προς την έξοδο, προχώρησαν γύρω στα τρία χιλιόμετρα. Αυτό δεν την ανησύχησε γιατί τελούσε εν γνώσει ότι ο πατέρας της υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ σαν καπετάνιος. Κάποια στιγμή εμφανίσθηκε μπροστά της ο πατέρας της. Ζωσμένος στα άρματα και με μικρή γεννειάδα υποδέχθηκε την θυγατέρα του με θυμό και οργή που φανέρωνε άσχημες προθέσεις.
- «Τί κάνει, ομορφούλα, η μάνα σου;», τη ρώτησε. «Συνεχίζει να με μισεί; Πώς πάνε τα νταραβέρια της;».
- «Η μαμά είναι καλά», απάντησε η Όλγα. «Ποτέ της όμως δεν μ' άφησε να καταλάβω ότι τρέφει μίσος για σένα πατέρα».
- «Σκάσε!», της είπε ο αρματωμένος καπετάνιος. «Και προ παντός πάψε να με λες πατέρα».
Ταυτοχρόνως σκαμπίλισε την κορούλα του που άρχισε να κλαίει και να εκλιπαρή τον πατέρα της να ξαναγυρίση στο σπίτι του για να ζήση η οικογένειά τους καλύτερες ημέρες. Για λίγο στάθηκε συλλογισμένος ο ΕΛΑΣίτης πατέρας. Γρήγορα όμως ξανάρχισε να κτυπάη με βαναυσότητα την κόρη του.
- «Γιατί μπαμπά με χτυπάς; Τί σου έκαμα; Τί φταίω εγώ εάν χωρίσατε με τη μητέρα μου;».
Αντί για άλλη απάντηση, ο καπετάνιος έπιασε από τα μαλλιά την κόρη του και την έρριξε στο έδαφος. Και με ταχύτητα που θα ζήλευαν οι πιο έμπειροι εργάται των σφαγείων, άρχισε να κτυπάει με το μαχαίρι του το ίδιο του το παιδί. Το λιάνισε στην κυριολεξία. Η τελευταία του μαχαιριά που έκοψε την καρωτίδα της δεκαεξάχρονης Όλγας, ήταν η σφραγίδα που ο πατροκτόνος έβαζε στο φρικτότερο ασφαλώς έγκλημα που γίνηκε ποτέ στη μαύρη περίοδο 1943-1949. Κλωτσώντας το θύμα του, ο φονιάς έδωκε εντολή στους νεαρούς που είχαν συλλάβη την άτυχη Ελληνοπούλα, να της δώσουν την χαριστική βολή. Ένας από τους τρεις την πυροβόλησε στον κρόταφο.
Την ανατριχιαστική αυτή ιστορία, διηγείτο κατά το έτος 1947, ένας από τους μετανοήσαντας ΕΛΑΣίτας, που είχε ενταχθή στον σύλλογο που είχαν συγκροτήση πολλοί νέοι, οι οποίοι διαπιστώνοντας το εγκληματικό και απαίσιο έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχαν συγκροτήση την οργάνωση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Απόστολος Μπαλκατζής, που στο ΕΛΑΣ ήταν γνωστός σαν καπετάν Πιτσιρίκος.
Είναι στιγμές που σταματάει ο νους του ανθρώπου από την φρίκη. Γιατί αν υποτεθή ότι μπορεί να βρήκαν οι εκτελεστές κάποιες προφάσεις ή και να παραπλανήθηκαν όταν εκτελούσαν άνδρες, δεν μπορεί να είχαν καμμιά δικαιολογία όταν ακρωτηρίαζαν μικρά παιδιά. Αυτό επανελήφθη με σφαγή της Μαγδαληνής Καμαρώκα και του εξάχρονου υιού της. Ο μικρούλης, λόγω ηλικίας ούτε είχε ιδέες ούτε αντιθέσεις με το ΚΚΕ, μα ούτε και μπορούσε να είχε βλάψει κάποιον, ώστε να τιμωρηθή για λόγους αντεκδικήσεως ή διαφορών.
Την Καμαρώκα μαζί με το παιδί της, συνέλαβαν οι ΕΛΑΣίται εισβάλλοντας στο σπίτι τους. Αφού το λεηλάτησαν, τους πήραν και τους οδήγησαν σ' ένα σημείο της Αράπιτσας. Εκεί κακοποίησαν την ανυπεράσπιστη Ναουσσαία και μπροστά στα μάτια της, έκοψαν κομμάτια το κορμί του παιδιού της, και ενώ η ίδια σφάδαζε και θρηνολογούσε, έρριξαν τα διάφορα μέλη του σώματός του στο ποτάμι. Η πονεμένη μάνα θέλησε να πέση κι αυτή στον Αράπιτσα επαναλαμβάνοντας τη θυσία των γυναικών της Ναούσσης στην επιδρομή τοϋ Αβδούλ Αβούτ. Οι εκτελεστές την κράτησαν, όχι για να τη σώσουν από βέβαιο πνιγμό, αλλά για να την σκοτώσουν οι ίδιοι. Εξετέλεσαν την Καμαρώκα με τα μαχαίρια τους. Το κορμί της πετσοκόπηκε και τα μέλη του σώματός της πετάχθηκαν στο ποτάμι της Αράπιτσας. Και για την φρικτή όμως αυτή εκτέλεση μάταια κουράσθηκα για να βρω τα αίτια. Εκείνοι οι Ναουσσαίοι, που προς τιμήν τους με βοήθησαν με προθυμία στην έρευνά μου, δεν μπόρεσαν και σήμερα ακόμη να εξηγήσουν γιατί, εσφαγιάσθη η Καμαρώκα και το εξάχρονο παιδί της.
Ήταν η 21η Μαΐου του 1944 και οι κάτοικοι του χωριού Αγγελοχώρι δεν πήγαν στις δουλειές τους, εορτάζοντας τον Άγιο Κωνσταντίνο. Όπως συμβαίνει σε όλα τα χωριά, οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει άρχισαν να φεύγουν για τα σπίτια τους ερημώνοντας το χωριό. Θα ήταν εννέα το βράδυ όταν η καμπάνα της εκκλησίας άρχισε να κτυπάη, ενώ ένοπλοι ΕΛΑΣίτες καλούσαν με τηλεβόα να συγκεντρωθούν όλοι οι Αγγελοχωρίται στην πλατεία του χωριού. Σχεδόν το σύνολο των ανδρών πήγε στο χώρο που όριζαν οι απελευθερωταί. Εκεί βρέθηκαν μπροστά σε καμμιά τριανταριά ΕΛΑΣίτες και σε ισάριθμους Βουλγάρους στρατιώτες. Κομματικά στελέχη του ΕΑΜ εκάλεσαν τους συγκεντρωθέντας να τοποθετηθούν στις σχηματισθείσες γραμμές.Συγκεκριμένα καθώρισαν οι μεν εντόπιοι να καταλάβουν το αριστερό της πλατείας, οι δε πρόσφυγες -Πόντιοι ως επί το πλείστον- να στοιχηθούν στο δεξιό αυτής.
Επηκολούθησε νέα διαταγή με την οποία οι πρόσφυγες θα ακολουθούσαν τον δρόμο προς την εκκλησία του Άγιου Γεωργίου, ενώ οι άλλοι θα παρέμειναν εις τας θέσεις των μέχρι νεωτέρας εντολής. Τη σχηματισθείσα φάλαγγα την πλαισίωσαν ΕΛΑΣίται και Βούλγαροι στρατιώται, επικεφαλής δε αυτής ετέθησαν δύο Βούλγαροι αξιωματικοί, δυο ένοπλοι ΕΛΑΣίτες, και ένας μεσήλιξ με πολιτικά που είχε και το γενικό πρόσταγμα. Πριν προχωρήση η φάλαγγα προς το καθορισθέν σημείο, οι ΕΛΑΣίτες με τον τηλεβόα, έδειναν εντολή να διαλυθούν οι εντόπιοι συγκεντρωθέντες, πηγαίνοντας εις τα σπίτια τους και ότι θα επακολουθούσε το ίδιο βράδυ νέα πρόσκλησις αυτών.
Όταν τελείωσε και η αποχώρηση και του τελευταίου εντοπίου, ο άγνωστος με τα πολιτικά, μιλώντας με εμφαντική σλαυική προφορά απηυθύνθη προς τους συγκεντρωμένους. Κατηγόρησε συλλήβδην όλους τους πρόσφυγας ότι είναι όργανα της αντίδρασης και της ΠΑΟ. Τους απεκάλεσε εθνοπροδότας και τους προειδοποίησε ότι εκείνη τη νύκτα θα πληρώναν όλα τους τα εγκλήματα. «Τα λαϊκά δικαστήρια που θα συνεδριάσουν», είπε, «μέχρι να φέξη ο ήλιος δεν πρόκειται να αδικήσουν κανέναν. Θα τιμωρηθούν όμως βαρειά όσοι αποδεδειγμένα και βάσει στοιχείων θα αποδειχθή ότι είναι εχθροί του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ». Αφού τελείωσε την ομιλία του, πρόσταξε, αρχικά στην ελληνική και εν συνεχεία στην βουλγαρική γλώσσα, τους ενόπλους να καταμετρήσουν τους συγκεντρωμένους και να κινηθούν ακολούθως βάσει των εντολών που είχαν δοθή από το Αρχηγείο.
Τέσσερα ζευγάρια ένοπλων ανάμικτα από Βουλγάρους και ΕΛΑΣίτες, άρχισε την καταμέτρηση των συγκεντρωμένων κατά τον ίδιο τρόπο που οι κτηνοτρόφοι μετρούν τα κοπάδια τους προκειμένου να τα πωλήσουν εις τους ζωεμπόρους. Ανήσυχοι οι μαντρωμένοι πρόσφυγες, για την τύχη που τους περίμενε, κινήθηκαν ενστικτωδώς για να φύγουν από την πλατεία. Οι ένοπλοι προς στιγμήν αιφνιδιάστηκαν. Γρήγορα όμως άρχισαν να ρίχνουν επάνω στα κορμιά των συγκεντρωμένων. Ο πρώτος νεκρός της «ηρωικής» εκδηλώσεως που ενωμένοι έκαναν οι ΕΛΑΣίτες με τους Βουλγάρους για την απελευθέρωση της χώρας, ήταν ο Χρήστος Ουρδαλίδης. Οι περισσότεροι έπεσαν στο έδαφος για να προφυλαχθούν από τις σφαίρες των δολοφόνων. Μονάχα οι Συμεών Συμεωνίδης και Νικόλαος Γκαλιμάνης, επωφελούμενοι της συγχύσεως και του πανικού που επεκράτησαν, ξέκοψαν από τον κύκλο των συγκεντρωμένων, παίρνοντας ο καθένας τους και μια διαφορετική κατεύθυνση. Τους ακολούθησαν οι ένοπλοι πυροβολώντας τους, αλλά οι δύο Έλληνες τρέχοντας κατώρθωσαν να διαφύγουν, για να είναι σήμερα μάρτυρες κατηγορίας για το ομαδικό και απαίσιο αυτό έγκλημα των εν όπλοις συνεργατών των δύο βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων.
Τότε ξεπετάχθηκαν από τους διπλανούς δρομίσκους που οδηγούν προς την πλατεία, πέντε μασκοφόροι. Είχαν καλύψη τα πρόσωπά τους προφανώς γιατί ήταν γνωστοί στους κατοίκους του χωριού. Πριν αρχίσουν να ξεχωρίζουν τους προς εκτέλεσιν -αυτό φάνηκε σε λίγο όταν υπεδείκνυαν στους οπλοφόρους ποιους θα πρέπει να συλλάβουν- ο Κυριάκος Κεμεντσετζίδης, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να τραγουδάη. Οι συγχωριανοί του τα έχασαν και πίστευσαν ότι αυτός παραφρόνησε. Γρήγορα όμως ήλθαν να τους διαψεύσουν τα όσα επακολούθησαν. Ο Κυριάκος σταματώντας το τραγούδι του απευθύνθηκε προς τους συγκεντρωμένους και με σταθερή φωνή τους είπε: «Ξέρω ότι θα με σκοτώσουν, όπως το ίδιο θα κάμουν και σε σας. Θέλω όμως τραγουδώντας ν' αντικρύσω τον Χάρο και να πω στους ΕΛΑΣίτες και στους Βουλγάρους, ότι οι Πόντιοι δεν φοβούνται τον θάνατο. Προτιμούν να πεθάνουν όρθιοι και παλληκαρίσια, παρά να ζήσουν ζητώντας έλεος από τους προδότας».
Αμέσως με εντολή του πολιτικού επιτρόπου, που μίλησε πριν από λίγο στους συγκεντρωμένους ΕΛΑΣίτες και Βούλγαρους όρμησαν επάνω στον Κεμεντσετζίδη και άρχισαν να τον κτυπούν. Ανταποδίδοντας ο ηρωικός Πόντιος τα κτυπήματα, υπέκυψε στην υπεροχή των ένοπλων. Έτσι, δένοντάς τον πισθάγκωνα τον έβγαλαν από τη γραμμή και τον οδήγησαν έξω από το χωριό. Ριπές αυτομάτου που ακούσθηκαν μετά από λίγο, πρόδιδαν την τύχη που περίμενε τον Κυριάκο. Απηλλαγμένοι οι μασκοφόροι από την παρουσία του ταραξία, που προς στιγμήν έγινε αφορμή να μην αρχίσουν το ολέθριο και απαίσιο έργο τους, επεδόθησαν εκ νέου εις την επιλογήν των θυμάτων που οι «ήρωες» θα εκτελούσαν σε λίγο. Δείχνοντας με το δάκτυλό τους στους Βουλγάρους και στους ΕΛΑΣίτες τα πρόσωπα που έπρεπε να συλληφθούν, ξεχώρισαν τους εξής:
- Τον Αναστάσιον Καραγκιοζίδη
- Τον Ηλία Τορτοπίδη
- Τον Ιωάννη Ιωακειμίδη
- Τον Στυλιανό Παπαδόπουλο
- Τον Πολύχρονη Κελεσίδη
- Τον Ιωάννη Κελεσίδη
- Τον Λαυρέντιο Κελεσίδη
- Τον Ευστάθιο Κελεσίδη
- Τον Γερβάσιο Ιωακειμίδη
- Τον Κωνσταντίνο Διπλαρίδη του Στυλιανού
- Τον Ανέστη Κελεσίδη και Έναν Βεροιώτη μικρέμπορο αγνώστων στοιχείων, που το μικρό του όνομα ήταν Παναγιώτης και που ερχόταν τακτικά με τις μικροπραμάτειες του στο Αγγελοχώρι, ανταλλάσσοντας με είδη που έπαιρνε από τους ντόπιους παραγωγούς.
Αφού τους χώρισαν σε ζευγάρια, τους έδεσαν τα χέρια και μικτά αποσπάσματα από ΕΛΑΣίτες και Βουλγάρους τους οδήγησαν στην έξοδο της πόλεως. Πρώτους εξετέλεσαν τους Αναστάσιον Καραγκιοζίδην και Ανέστη Κελεσίδη. Όταν την άλλη ημέρα βρέθηκαν τα πτώματά τους στο ρείθρο του δρόμου, ήταν κατατρυπημένα από μαχαιριές, ενώ τα πρόσωπα και των δύο είχαν δεχθή βλήματα σφαιρών. Ακολούθησε η σειρά του Ιωάννου Ιωακειμίδη και του Γερβάσιου Ιωακειμίδη. Αυτούς άρχισαν να τους πλήττουν, με τα μαχαίρια τους, ευθύς αμέσως μετά τον διαχωρισμό τους από τους άλλους δεσμώτες. Όπως διηγούνται οι επιζήσαντες από την τραγωδία του ξεκληριομού του Αγγελοχωρίου, η μανία των φονηάδων εναντίον των δύο αυτών Ελλήνων, οφείλετο εις το γεγονός ότι οι μασκοφόροι καταδότες κάνοντας την επιλογή των δύο ανωτέρω, στάθηκαν περισσότερη ώρα σ' αυτούς και εν συνεχεία ομίλησαν βουλγαριστί απευθυνόμενοι σε έναν από τους Βουλγάρους αξιωματικούς. Αν και τραυματισμένοι, συνέχισαν να περπατούν τρικλίζοντας οι υποψήφιοι νεκροί. Σ' αυτό τους βοηθούσαν και οι ΕΛΑΣίτες που τους υπεβάσταζαν κατά την πορεία των. Βγήκαν αρκετά έξω από το χωριό, όταν με διαταγή του ΕΛΑΣίτη οδηγού, έσπρωξαν τα θύματά τους προς ένα καταπράσινο λιβάδι και συνέχισαν εκεί το όργιο του πετσοκόμματος των θυμάτων τους. Τους τυράννησαν φρικτά, όπως μου διηγόντουσαν οι Αγγελοχωρίτες, και τη χαριστική βολή σ' αυτούς έδωκε ένας Βούλγαρος στρατιώτης, που για να είναι πιο σίγουρος για το έργο του δεν αρκέσθηκε σε μια πιστολιά, αλλά κατατρύπησε το κρανίο των δύο Ποντίων.
Γυρίζοντας καταματωμένοι οι εκτελεσταί, παρέλαβον τους Πολύχρονη Κελεσίδη και Λαυρέντιο Κελεσίδη. Και οι δυο τους αρνήθηκαν στην αρχή ν' ακολουθήσουν τους δημίους των. «Σκοτώστε μας εδώ για να δη όλο το χωριό το έγκλημά σας και να καμαρώσει τη ντροπή της συνεργασίας ΕΛΑΣιτών και Βουλγάρων». Ο Πολυχρόνης Κελεσίδης ιδίως, φωνάζοντας όσο δυνατότερα μπορούσε κάλεσε τους συγχωριανούς του να μην προσκυνήσουν σε καμμιά περίπτωση τους ΕΑΜοβουλγάρους. Επηκολούθησε άγριος ξυλοδαρμός των δύο δεσμωτών. Αυτούς δεν τους κτυποϋσαν με τα ματωμένα μαχαίρια τους, αλλά με βέργες σιδερένιες. Δυο τρεις φορές έπεσαν στο έδαφος οι κρατούμενοι. Οι ΕΛΑΣίτες και οι Βούλγαροι τους ξανασήκωσαν συνεχίζοντας τα κτυπήματά τους. Όταν ο Λαυρέντης Κελεσίδης τους κάλεσε να σταματήσουν την τυραννία τους, εκτελώντας τους όπως είχε ζητήση και ο Πολυχρόνης, οι ΕΛΑΣίτες άρχισαν να γελούν. «Έχετε ακόμη να τραβήξτε αρκετά ως ότου παραδώσετε στον Σατανά τη βρώμικη ψυχή σας».
Το μαρτύριο των δυο αυτών θυμάτων κράτησε για αρκετή ώρα. Οι δήμιοι προτιμούσαν να τελειώνουν την εκτέλεση των σκληρών αυτών Ποντίων με τα σιδερένια τους ραβδιά. Ένας ΕΛΑΣίτης που θέλησε να χρησιμοποιήση το περίστροφό του, καταληφθείς από την οργή που προκαλούσαν τα λόγια των δυό δεσμωτών, δέχθηκε την παρατήρηση του αρχηγού του, και τη συμβουλή ότι ο τρόπος που ζητούσε να εκτελέση ο ΕΛΑΣίτης τα θύματά του, θ' αποτελούσε γι' αυτά λυτρωμό. Και πράγματι είχε δίκαιο ο έμπειρος από εκτελέσεις και βασανισμούς αρχηγός. Ο τρόπος με τον οποίον κακουργήθηκαν οι δυό δεσμώται ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Τα τεμαχισμένα μέλη των κορμιών τους τα διεσκόρπισαν οι δήμιοι λίγο έξω από το χωριό. Κουράσθηκαν, ή για να κυριολεκτήσουμε, παιδεύτηκαν οι συγγενείς των δύο αυτών νεκρών για να συναρμολογήσουν την επομένη τα σώματα των αδικοχαμένων προσφιλών προσώπων τους.
Θα ζύγωνε η ενδέκατη νυκτερινή ώρα όταν άλλοι ΕΛΑΣίται και Βούλγαροι που δεν είχαν πάρη μέχρι τότε μέρος στις εκτελέσεις ανέλαβαν να συνοδεύσουν για ανάκριση τον Βεροιώτη εμποράκο και τον Κωνσταντίνο Διπλαρίδη. Πριν ξεκινήσουν για το τελευταίο ταξείδι που θα έκαναν οι μελλοθάνατοι, οι ΕΛΑΣίται τους συνεβούλευσαν να είναι υπάκουοι και ότι δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν. «Γρήγορα», τους είπαν, «θα σας ξαναφέρουμε στο χωριό». Και αυτούς, όπως συνέβη με το δεύτερο ζευγάρι των σκοτωμένων, τους οδήγησαν χίλια μέτρα έξω από το χωριό και σταματώντας τους σε ένα σπαρμένο χωράφι, τους κάλεσαν ν' απολογηθούν για τα εγκλήματα που διέπραξαν εναντίον του λαού και του ΕΑΜ.
Ο Βεροιώτης κλαίγοντας έλεγε κι επαναλάμβανε ότι είναι φτωχός βιοπαλαιστής, είναι πραγματικός δημοκράτης και ότι πολλές φορές είχε βοηθήση οικονομικά την τοπική οργάνωση του ΕΑΜ Βεροίας. «Ρωτήστε», τους είπε, «τους εκεί υπευθύνους πριν με χαλάσετε» -υποννοώντας, μην με σκοτώσετε. Οι ένοπλοι που είχαν περιβληθή από μόνοι τους τις εξουσίες των λαϊκών δικαστών, αντί άλλης απαντήσεως, άρχισαν να δέρνουν και εν συνεχεία να κτυπούν με τα γιαταγάνια τον άτυχο Βεροιώτη, που αν και μισοπεθαμένος τους εκλιπαρούσε να μάθουν γι' αυτόν, ζητώντας πληροφορίες από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ Βεροίας. Όλες οι εκκλήσεις του, και τα δάκρυά του που έχυσε δεν επέφεραν κανένα ευνοϊκό αποτέλεσμα γι' αυτόν.
Οι ΕΛΑΣίτες και μαζί τους ένας Βούλγαρος στρατιώτης, αφού απετέλειωσαν το θύμα τους χτυπώντας το με τα μαχαίρια τους, απέκοψαν το κεφάλι κατά το ήμισυ από το υπόλοιπό του σώμα. Με το κεφάλι να κρέμεται και το κορμί του πετσοκομμένο από τις μαχαιριές βρήκαν οι Αγγελοχωρίτες μαζί με άλλα πτώματα των συγχωριανών τους και τον Βεροιώτη. Τον κήδεψαν κι αυτόν μαζί με τους άλλους Έλληνας που σφαγιάσθηκαν στις 21.5.1944.
Χωρίς να διακόψουν το έργο τους οι δήμιοι, έσυραν τον Διπλαρίδη, λίγα μέτρα πιο κείθε από το πτώμα του Βεροιώτη. Ίσως γιατί κουράσθηκαν από την εκτέλεση του προηγουμένου θύματος, ίσως επειδή τους πρόσμενε άλλη επιχείρησις, οι ΕΛΑΣίται επροτίμησαν να εκτελέσουν το καινούργιο θύμα τους, κάνοντας χρήσι των πιστολιών τους. Πήραν τον δρόμο του γυρισμού, βέβαιοι ότι ο Διπλαρίδης ήταν πια νεκρός. Όταν οι κάτοικοι του χωριού συνεκέντρωναν τα πτώματα των συγχωριανών τους για να τα κηδέψουν, έμειναν άναυδοι βλέποντας τον Διπλαρίδη να κινείται και με φωνή που μόλις ακουγότανε να ζητάη τη βοήθειά τους. Τον μετέφεραν αμέσως εις το Νοσοκομείο Νάουσσας και εκεί με υπεράνθρωπη βοήθεια των χειρουργών ιατρών, επέζησε.
Ύστερα από τον Διπλαρίδη, οι ερυθροί φονηάδες πήραν τους τέσσερας ακόμη από τους συγκεντρωμένους. Τον Ιωάννη Κελεσίδη και τον ανεψιό του Ευστάθιο. Αυτούς τους έδεσαν με συρμάτινο σχοινί και στη συνέχεια έδεσαν ξεχωριστά τον Ηλία Τορτοπίδη και τον Στυλιανό Παπαδόπουλο. Αυτούς, παράξενα δεν τους κτύπησαν. Τους οδήγησαν προς τον δρόμο που οδηγεί στην Κρύα Βρύση. Η συνοδεία των τεσσάρων δεσμωτών απετελείτο από οκτώ Βουλγάρους και δύο ΕΛΑΣίτες που είχαν επικεφαλής Βούλγαρο αξιωματικό. Τα γυναικόπαιδα που ήταν συγκεντρωμένα, δεν άκουσαν φωνές αγωνίας ούτε και πυροβολισμούς, πράγμα που άρχισε να τους δίνει κουράγιο, ότι ίσως οι τελευταίοι συγχωριανοί τους να είχαν αποφύγη την εκτέλεση.
Ενώ οι εκτελεσταί είχαν πάρει τα δύο τελευταία θύματά τους για να τα οδηγήσουν για «ανάκριση», η εναπομείνασα δύναμις των ΕΛΑΣιτών και των Βουλγάρων συνεκέντρωσε τα γυναικόπαιδα των προσφυγικών οικογενειών στην πλατεία του χωριού. Ένα πανδαιμόνιο από τα κλάματα των παιδιών και τις απεγνωσμένες εκκλήσεις των μανάδων τους, έσχιζε την ατμόσφαιρα... Οι επιδρομείς ρίχθηκαν με μανία εναντίον των γυναικόπαιδων. Χτύπησαν τα παιδιά χωρίς οίκτο. Τις μανάδες τους τις τσάκισαν με τα σιδερένια τους ραβδιά, ενώ τρεις απ' αυτές τρύπησαν τα κορμιά τους με τα μαχαίρια τους. Το κακό του ξυλοδαρμού κράτησε πάνω από δύο ώρες κι ύστερα με εντολή των Βουλγάρων αξιωματικών οι επιδρομείς εγκατέλειψαν τα θύματά τους και έπαιρναν τον δρόμο που οδηγούσε προς τας εξόδους του χωριού. Οι ΕΛΑΣίτες κατευθύνοντο προς την Χαρίεσσα, και οι Βούλγαροι στρατιώτες προς την Έδεσσα. Μαζί με τους ΕΛΑΣίτες είχαν φύγει και οι πέντε μασκοφόροι.
Μόλις χάραξε, οι άνδρες του χωριού αφήκαν τις γυναίκες στην εκκλησία και οι ίδιοι έφυγαν προς τας εξόδους που είχαν πάρει την νύκτα οι ΕΛΑΣίτες οδηγώντας τα θύματά τους. Δεν πέρασε και πολύ ώρα, όταν το χωριό ολόκληρο θρηνούσε γύρω από τους νεκρούς που μετέφεραν στην πλατεία του χωριού, τα συνεργεία των ερευνητών. Συναρμολόγησαν όπως κι όπως τα οστά των νεκρών που είχαν μαζέψει μέσα σε σενδόνια και τα φόρτωσαν στα ίδια κάρρα που άλλοτε οι κρεουργημένοι χρησιμοποιούσαν για να πάνε τη σοδειά τους στις αποθήκες τους. Οι πιο ψύχραιμοι των Αγγελοχωριτών είχαν το κουράγιο να προβούν στην καταμέτρηση των κρεουργημένων. Τους έκανε εντύπωση ότι έλλειπαν τέσσερεις από τους δεσμώτες και συγκεκριμένα ανάμεσα στους κρεουργημένους που δεν βρισκόντουσαν τα σώματα του Ηλία Τορτοπίδη, του Στυλιανού Παπαδόπουλου, του Ευσταθίου Κελεσίδη και του Αναστασίου Κελεσίδη. Κι αυτούς τους είχαν πάρει δεμένους με συρματόσχοινο. Τί είχαν απογίνει; Μήπως κατόρθωσαν να δραπετεύσουν ή τους πήραν φεύγοντας οι συμμορίτες για ομήρους; Όλες αυτές οι ελπίδες των δυστυχισμένων μανάδων και γυναικών έσβησαν πολύ γρήγορα...
Κοντά στο μεσημέρι ένας χωρικός που είχε πάει πριν τρεις ημέρες στην Κρύα Βρύση, τους έφερε το μήνυμα του θανάτου. Τους είπε ότι κάπου τέσσαρα χιλιόμετρα έξω από το χωριό τους, είδε στη μέση του δρόμου τέσσαρα ακέφαλα ανθρώπινα σώματα. Ο τόπος ήταν γεμάτος αίμα που είχε ξεραθεί, και δεξιά και αριστερά του δρόμου είδε τα κεφάλια των συγχωριανών τους, που δεν είχαν βρεθεί μέχρι τότε. Συγκροτήθηκε μία πολυμελής ομάς, στην οποία μετείχαν και οι συγγενείς των Τορτοπίδη, Παπαδόπουλου και Κελεσίδη. Όταν βρέθηκαν στο σημείο που είχε υποδείξει ο συγχωριανός τους, όλοι κατελήφθησαν από αίσθημα φρίκης. Δεμένοι ο Ιωάννης Κελεσίδης και ο ανεψιός του Ευστάθιος, είχαν χτυπηθεί τουλάχιστον με τριάντα μαχαιριές ο καθένας τους. Τους είχαν κόψει τις μύτες, τ' αυτιά και τους καρπούς των χεριών τους. Τους είχαν γυμνώσει τελείως και τα κεφάλια τους, που ήταν ριγμένα, εκατό μέτρα περίπου παρά πέρα, τα είχαν πολτοποιήση χτυπώντας με σιδερένια όργανα. Ο τρόπος που εκρεουργήθηκαν οι δύο αυτοί Έλληνες έκρυβε πρωτοφανή αγριότητα.
πηγη...ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΕΤΟΣ
=============================================================================================
“Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΟΣΕ ΝΤΑΓΙΑΝ, ΝΑΤΟΪΚΟΙ ΚΑΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΠΕΖΟΝΑΥΤΕΣ ΕΣΦΑΞΑΝ, ΤΣΑΚΙΣΑΝ, ΣΚΟΤΩΣ