Το
τελευταίο κείμενο του αξέχαστου πανεπιστημιακού
Ν. Σαρρή) για τη μαγική Πόλη των πόλεων
Η
μαγική και οδυνηρή περιγραφή της Πόλης των πόλεων, που ακολουθεί, είναι
δημιούργημα ενός εκλεκτού τέκνου της Βασιλεύουσας: του αξέχαστου
πανεπιστημιακού και φλογερού Ελληνα Νεοκλή Σαρρή (1940-2011).
Το τελευταίο κείμενό του που δημοσιεύτηκε στον
Τύπο είναι αυτό. Ηταν αφιερωμένη στην Κωνσταντινούπολη και κυκλοφόρησε στις 29
Μαΐου 2011. Τα αποσπάσματα από την εκ βαθέων εξομολόγηση και την αναπόληση του
Νεοκλή Σαρρή από τη ζωή του στην Πόλη αφιερώνονται με πολλή αγάπη και μέγα
σεβασμό στη μνήμη του μοναδικού φίλου και όλων των Ελληνοπαίδων που έζησαν εκεί
όπου χτυπάει ακόμα η καρδιά του έθνους μας κι εκεί που φυλάσσονται ευλαβικά τα
όνειρα της φυλής μας.
«Αρχές
του Μάη του 1980. Μια πρόσκληση στην Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία από το
αντίστοιχο σωματείο της Τουρκίας με έφερε στην Κωνσταντινούπολη. [...] Από το
μπαλκόνι που βρισκόμασταν, πιο σιμά, και στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου
έβλεπες τα ανάκτορα του Ντολμάμπαχτσέ, και αριστερότερά τους τα ερείπια των
ανακτόρων του Τσιραγάν (που τώρα είναι ένα περίλαμπρο ξενοδοχείο πολυτελείας)
και λίγο πιο ψηλότερα, τα ανάκτορα του Γιλντίζ. Ακόμα το πέρα εκτεινόταν από το
Φουντουκλή και το Καμπάτας, το Διπλοκιόνιο (Μπεσίκτας), το Μεσοχώρι (Ορτάκιοϊ)
και το Μέγα Ρεύμα ή Αρναούτ-κιοϊ (στο οποίο κάποτε "επιχωρίααν",
δηλαδή είχαν τα εξοχικά μέγαρά τους οι Φαναριώτες ηγεμόνες), και κατά σειρά η
Στένη, το Νιχώρι, το Μπεμπέκι (όπου και η περιλάλητη Ροβέρτιος Σχολή, το
σημερινό Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου), τα Θεραπειά, το Μπουγιούκντερε (ή
Βαρυρρύακα των καθαρευουσιάνων) με τις εξοχικές κατοικίες των ξένων πρεσβευτών,
το Βαφεοχώρι (Μπογιατζή-κιοϊ), για να προχωρήσει το μάτι κατά το Σαρίγερ και τα
"καβάκια", δηλαδή την είσοδο το Βόσπορο από τον Εύξεινο πόντο.
Ενα
μεγάλο τμήμα όλου αυτού του πανοράματος το έβλεπα να εκτείνεται μπροστά μου,
ενώ ένα άλλο τμήμα το θεωρούσα με τα μάτια της ψυχής μου. Αναδυόταν από τον
μύχιο εαυτό μου, ενστάλαγμα συνείδησης και μνήμης περίτεχνο και μεγαλειώδες
τέχνημα. Μέρα ηλιόλουστη, το βοσπορινό αεράκι μετέφερε θεσπέσιες και τόσο
γνώριμες σε μένα οσμές, ενώ έφθαναν στ' αυτά μου σπαράγματα από ήχους από την
πολύβουη κοσμόπολη ανάμιχτους με ανατολίτικες μουσικές και το νωθρό εζάνι του
μουεζίνη από κάποιο μιναρέ στο κάλεσμά του προς τους πιστούς για τη μεσημεριανή
προσευχή.
Τα
μάτια μου πλημμύρισαν... Ασυγκράτητος ο λυγμός μου, όσος ο πόνος μου βαθύς και
ασίγαστος. Σε παραμυθία πρόστρεξαν οι καλές μου συνάδελφοι, η Κική Παπούλια με
τη Μυρτώ Δραγώνα (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, και τρεις μας πλέον
ομότιμοι). Αλλά ο πόνος ήταν αξεπέραστος. Είναι απαίσια και η σκέψη ακόμη να
είσαι τουρίστας στο δικό σου τόπο τον οποίο αποχωρίστηκες δίχως τη θέλησή σου.
[...]
Καλοπροαίρετοι
με συγκατάβαση και σεβασμό για τον πάσχοντα ψυχισμό του πλησίον, αλλά κυρίως
κακοπροαίρετοι -και αυτοί είναι που πληθαίνουν στην 'εκσυγχρονιστική' τους
φθονερή λύσσα- θα πουν με το φθόνο και τη χαιρεκακία που τους χαρακτηρίζει ότι
το τραύμα σημαίνεται από το ιστορικό γεγονός της Αλωσης της Πόλης. Και καθετί
που έχει σχέση με την ιστορική μνήμη του γένους μας είναι μαύρη αντίδραση και
στείρος "εθνικισμός". Στο σκοτισμένο τους μυαλό το μικρόνοο, και στη
στενόκαρδη μικροψυχία τους και την πολυπολιτισμική μωρία τους, τυφλωμένοι από
το πάθος και τη βλακεία τους (να μη πω τίποτε άλλο), τι μπορεί να σημαίνει η
Κωνσταντινούπολη για κάθε Ρωμηό, συνειδητό και ασυνείδητο Ελληνα. Είναι τόσο
αγράμματοι ιστορικά και συναισθηματικά βαθειά νυχτωμένοι που ούτε μπορούν να τη
συλλαβίσουν...
Στην
πραγματικότητα είναι μια προσπάθεια για εθνική λοβοτομή, για πολιτικό και
πολιτιστικό αυτοχειριασμό ταυτόχρονα. Λησμονείται σήμερα σκόπιμα ότι η
Μητρόπολη του γένους μας ήταν από τα βάθη της Ιστορίας η Κωνσταντινούπολη. Και
όπως παρατηρεί η Ελένη Αρβελέρ, οι Ελληνες είμαστε το μόνο βαλκάνιο έθνος που
έγινε ανεξάρτητο κράτος δίχως την πρωτεύουσά του. [...]