Είστε έτοιμοι για ένα χριστουγεννιάτικο ταξίδι μέσα στο χρόνο; Οι γιορτές τις προηγούμενες δεκαετίες απέπνεαν μια άλλη γοητεία πιο αυθεντική και άρτια σε σχέση με τη σημερινή εποχή.
Αθήνα τη δεκαετία του ’60. Τα Χριστούγεννα στην πόλη είναι απλωμένα καλάθια πλανόδιων από την Αιόλου ως την Αθηνάς και από το Μοναστηράκι ως τα Χαυτεία. Είναι πινακίδες από νέον στους δρόμους και αυτοκίνητα να γεμίζουν τους δρόμους της Σταδίου.
Οι λαχειοπώληδες να εργάζονται νυχθημερόν διαλαλώντας την πραμάτεια τους, το πρωτοχρονιάτικο Κρατικό Λαχείο έξω από το θρυλικό μαγαζί του Μπακάκου στην Αγίου Κωνσταντίνου.
Στη γιορτινή πρωτεύουσα που παλεύει να επουλώσει τις πληγές του ελληνοτουρκικού πολέμου εγκαινιάζεται ο «κινηματογράφος τσέπης» στο κατάστημα των Μαγγιόρου και Ρουσόπουλου στην οδό Ερμού.
«Ο θαυμάσιος κινηματογράφος του Έδισον – με 60 λεπτά!» που διαλαλεί η διαφήμιση δεν είναι παρά μικρά βιβλιαράκια με φωτογραφίες που αποτυπώνουν τις διαφορετικές φάσεις μιας κίνησης με ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Κι όμως αρκούν για να συγκεντρώσουν πλήθη κόσμου που θέλουν να απολαύσουν το θέαμα ως «το κάτι εξαιρετικό» για τις γιορτές του 1897.
Η δημοφιλής φιγούρα του «αγίου των γιορτών» με την μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα εισήχθη στην Ελλάδα την εποχή της φωτογραφίας, δηλαδή την δεκαετία του ’50. Ο ορθόδοξος Αϊ Βασίλης δεν είναι άλλος από τον Μέγα Βασίλειο της Καισαρείας, που καμία σχέση δεν έχει με τον δυτικό Santa Claus (Άγιο Νικόλαο).
Στην αστική Ελλάδα θεωρείται πως έγινε γνωστή τη δεκαετία του ’50-’60, οπότε και οι ‘Ελληνες μετανάστες της Αμερικής έστελναν στους συγγενείς τους χριστουγεννιάτικες κάρτες με την φιγούρα του κοκκινοφορεμένου στρουμπουλού Santa.
Το έθιμο των δώρων στους άνδρες της τροχαίας: Την Πρωτοχρονιά του μακρινού 1936 οι απλοί πολίτες δίνουν για πρώτη φορά δώρα στους τροχονόμους ανά την Ελλάδα.
Ο πληθυσμός των πόλεων (μετά το προσφυγικό ρεύμα) έχει αρχίσει να αυξάνεται αλλά και οι δρόμοι να γεμίζουν με αυτοκίνητα και άπειρους οδηγούς που δημιουργούν κομφούζιο.
Οι πολίτες με συμπάθεια παρατηρούν το έργο των τροχονόμων ενώ οι καταστηματάρχες κάνουν έναν μικρό έρανο για να το επαινέσουν. Οι Αρχές το απορρίπτουν καθώς το θεωρούν δωροδοκία. Το περιστατικό φτάνει στα αφτιά του βασιλιά κι εκείνος βγαίνει με τον οδηγό του στην οδό Ρηγίλλης και αφήνει γλυκά και κρασί ως δώρο στον τροχονόμο της περιοχής.
Ένα από τα γνωστότερα γλυκά που φτιάχνουν οι νοικοκυρές την περίοδο των γιορτών είναι οι κουραμπιέδες. Παλαιότερα το παραδοσιακό γλύκισμα με την άχνη κόστιζε στους νοικοκυραίους 80 δραχμές η οκά.
Ακόμη παλιότερα, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τα παραδοσιακά γλυκίσματα που δεν έλειπαν από το γιορτινό σπίτι των Ελλήνων ήταν, όπως βλέπετε στην παρακάτω διαφήμιση, οι κουραμπιέδες (3,20 από βούτυρον Χαλκίδος ή «ιδιαίτεραι συμφωνίαι άνω των 50 οκάδων»), οι βασιλόπιτες (προς… κυριολεκτικά τρεις κι εξήντα), φοντάν, πτι φουρ, καραμελλέ, κονιάκ, λικέρ και πάστες σε «τιμάς των εργοστασίων», που έκαναν την στοά Αρσκαείου να μοσχοβολά.
Πάμε πίσω στη δεκαετία του ’70 όπου η άνθιση του ελληνικού σινεμά αποτελεί την είδηση της εποχής. Οι σταρ γίνονται εξώφυλλο στα περιοδικά και μπαίνουν σε γιορτινές μπάλες για να τραβήξουν τα βλέμματα.
Από το 1936 ως το 1968, η αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων είναι η αγορά του «λαχείου συντακτών», για να έχουν «δικαίωμα στο όνειρο». Οι τυχεροί λαχνοί μοιράζουν φοβερά για την εποχή δώρα, όπως «2 πολυκατοικίες, 2 ηλεκτρικά σπίτια, 90 διαμερίσματα, 60 αυτοκίνητα, εκατομμύρια σε μετρητά», μέχρι και… «μετοχές της Πειραϊκής Πατραϊκής και των τσιμέντων Τιτάν».
Το λαχείο συντακτών καταργείται επί Χούντας, γεγονός που δημιουργεί μεγάλη ένταση το 1968 στο δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Στην παραπάνω φωτογραφία βλέπετε νεαρά αγόρια να μετρούν τις «εισπράξεις» από τα κάλαντα στις φτωχογειτονιές της πόλης.
Στο παρακάτω video του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου μπορείτε να ακούσετε τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα στην Αθήνα του 1927 και να δείτε υπέροχες νοσταλγικές εικόνες από γιορτές άλλων εποχών.
Τα παιδιά όλης της Αθήνας κάθε Χριστούγεννα έχουν έναν κρυφό πόθο. Να κάνουν επιδρομή στο Μινιόν. Το θρυλικό πολυκατάστημα της Πατησίων, που ξεκίνησε από το μικρό «περίπτερον Μινιόν» του Γιάννη Γεωργακά το 1934, εξελίσσεται στο μεγαθήριο του β’ μισού του 20ου αιώνα στην Αθήνα.
Ο 6ος όροφος ανοίγει για το κοινό μόνο την περίοδο των γιορτών, και εκεί τα γλυκίσματα, οι Άι Βασίληδες, οι τηλεοπτικές οθόνες – πρωτοπορία για την εποχή και οι προσφορές αποτελούν από μόνα τους λόγο ταξιδιού στην πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου